-
1 οχυροτης
-
2 οχυρότης
-
3 ὀχυρότης
-
4 ὀχυρότης
ὀχυρότης, ητος, ἡ, Festigkeit, Haltbarkeit eines befestigten Ortes; πιστεύειν ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, Pol. 5, 62, 6; D. Sic. u. a. Sp.
-
5 ὀχυρότης
A firmness, strength, esp. of a stronghold or country, - τητος μετέχειν Aen. Tact.22.2, cf. J.AJ3.14.2: pl., Plb.5.62.6,7.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχυρότης
-
6 ὀχυρότης
ὀχυρότης, ητος, ἡ, Festigkeit, Haltbarkeit eines befestigten Ortes -
7 οχυρότησι
-
8 ὀχυρότησι
-
9 οχυρότησιν
-
10 ὀχυρότησιν
-
11 οχυρότητα
-
12 ὀχυρότητα
-
13 οχυρότητας
-
14 ὀχυρότητας
-
15 οχυρότητες
-
16 ὀχυρότητες
-
17 οχυρότητι
-
18 ὀχυρότητι
-
19 οχυρότητος
-
20 ὀχυρότητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀχυρότης — firmness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότησι — ὀχυρότης firmness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότησιν — ὀχυρότης firmness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητα — ὀχυρότης firmness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητας — ὀχυρότης firmness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητες — ὀχυρότης firmness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητι — ὀχυρότης firmness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητος — ὀχυρότης firmness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek
οχυρότητα — η (ΑΜ ὀχυρότης) [οχυρός] η ιδιότητα τού οχυρού («ταῑς ὀχυρότησι τῶν τόπων ὑπέμενον», Πολ.) … Dictionary of Greek