-
21 ἀκρίβεια
ἀκρίβεια, ἡ, Genauigkeit, Sorgfalt u. Gründlichkeit in allem Thun, z. B. μαϑήματος Plat. Legg. VII, 809 a; τῆς κατασκευῆς Xen. Oec. 8, 17; εἰς τὰ χρηστά, Eifer für das Gute, Xen. Ath. 1, 5; bes. von den Wissenschaften u. den Studien, λόγων Euthyd. 288 a; πονηρὰ λόγων ἀκρ., übertriebene Spitzfindigkeit, Antiph. III γ 3; von dem Rechte, τοιαύτας ἀκριβείας ἔχει τὰ δίκαια Is. 7, 17; τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν τηρεῖν Pol. 32, 13; τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καϑαρὸν τοῦ πολιτεύματος Plut. Them. 4, wo es strenge Zucht ist, wie schon Thuc. τὴν ἀκρ. τοῦ ναυτικοῠ ἀφῃρῆσϑαι 7, 13 sagt. Auch die genaue Wahrheit, τὴν τῶν πραχϑέντων ἀκρίβειαν μαϑεῖν Antiph. IV γ 1; ε ἰβουλοίμην τὴν ἀκρ. γράφειν Dion. H. 1, 23; Genauigleit, Sparsamkeit, Pol. 32, 13, 11; Plut. Per. 16, 36; ἐὰν τὸ ὕδωρ δι' ἀκριβείας ᾖ Plat. Legg. VIII, 844 b, wenn es knapp, dürftig ist. – Als adverb. Ausdrücke bemerke man: δι' ἀκριβείας, sorgfältig, Plat. oft, z. B. Tim. 23 d; διὰ πάσης ἀκρ. Arist. A. H. 1, 5; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Gorg. 487 c; Arist. Pol. 7, 11; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Legg. VI, 769 d; νόμοι μετὰ πλείστης ἀκριβείας κείμενοι, mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze, Isocr.
-
22 ακριβεια
(ρῑ) ἥ1) точный смысл(τῶν λεχθέντων Thuc.)
2) строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность(λόγων Plat.)
τέν ἀκρίβειαν Lys., δι΄ ἀκριβείας, εἰς (τέν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τέν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ΄ ἀκριβείας Isocr. — точно, тщательно, основательно3) полная исправность, безукоризненность(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.)
4) тж. pl. мелочность, педантизм(τῶν νόμων Isocr., Polyb.)
5) расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.)6) недостаток, нехватка(ὕδωρ δι΄ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.)
7) рвение, усердие(εἴς τι Xen.)
-
23 автодорожный
του αυτοκινήτουτης κατασκευής και εκμετάλλευσης αυτοκινητοδρόμωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автодорожный
-
24 дефектность
η ελαττωματικότητα, η ύπαρξη ελαττωμάτωνη ατέλεια της κατασκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектность
-
25 жёсткость
1. (конструкции) η ακαμψίαη σκληρότητα· *усиливать - конструкции кольцами ενισχύω την - της κατασκευής με δακτυλίους- πλάκας2. (напр. воды) η σκληρότητα (π.χ. νερού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткость
-
26 металлоёмкость
η περιεκτικότητα/κατανάλωση της κατασκευής σε μέταλλοудельная - ειδική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металлоёмкость
-
27 особенность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > особенность
-
28 паровозостроение
η κατασκευή ατμα-μαξώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паровозостроение
-
29 утопленный
(в конструкцию) βυθισμέ-νος/τοποθετημένος σε εσοχή ή βαθούλωμα (της κατασκευής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утопленный
-
30 станкостроениеительный
станкостроение||ительныйприл τής κατασκευής ἐργαλειομηχανων. -
31 вагоностроительный
[βαγκαναστραίτιλνυΤ] εκ. της κατασκευής βαγονιών (για εργοστάσιο) -
32 вагоностроительный
[βαγκαναστραίτιλνυΤ] επ της κατασκευής βαγονιών (για εργοστάσιο) -
33 метростроевский
επ.της κατασκευής μετρό. -
34 механический
επ.1. μηχανικός•-ое движение μηχανική κίνηση.
βλ. механистический.μτφ. επιφανειακός, επιπόλαιος.2. με τη βοήθεια μηχανής•механический погрузчик μηχανικός φορτωτής•
-ая пила μηχανικό πριόνι.
3. της κατασκευής μηχανών.ουσ. θ. -ая εργαστήριο μηχανών.4. μτφ. ο χωρίς σκέψη και θέληση γινόμενος ασυνείδητος. -
35 паровозостроительный
επ.της κατασκευής σιδηροδρομικών ατμομηχανών. -
36 приборостроительный
επ.της κατασκευής συσκευών. -
37 станкостроительный
επ.της κατασκευής ερ-γατ ο μηχανών. -
38 таблетировочный
επ.της κατασκευής δισκίων (χαπιών)•-ая машина μηχανή δισκιοποίησης.
-
39 танкостроительный
επ.της κατασκευής αρμάτων μάχης. -
40 турбостроительный
επ.της κατασκευής στροβίλων.
См. также в других словарях:
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek