-
1 ἐπίστασις
A stopping, stoppage, [ τῆς κοιλίης], οὔρου, Hp.Coac. 480, Prorrh.1.110; ἐ. αἵματος sluggishness of the flow of blood, Id.Insomn.93, cf. Arist.GA 718a21; of the growth of trees, Thphr.CP2.9.1; πρὸς ἐπίστασιν τῶν ἄλλων as a deterrent to others, PAmh.2.134.9 (ii A.D.).2. violence, vehemence, ἐπαινεῖ τὴν Ζήνωνος πραγματείαν μετὰ δή τινος λαμπρᾶς ἐ. Procl. in Prm.p.604 S.II. ([etym.] ἐφίσταμαι) stopping, halt,τοῦ στρατεύματος X.An.2.4.26
, cf. Plb.8.28.13; φροντίδων ἐπιστάσεις haltings of thought, anxious thoughts, S.Ant. 225;ἐπιστάσεις καὶ διατριβαί Plu.2.48b
(following quot. of S.Ant. 232); opp. κίνησις, Arist.de An. 407a33, cf. LI 969b3.b. ἐπίστασιν ἔχει, πῶς.. there is a difficulty, as to how.., Id.Metaph. 1089b25.2. stopping to examine a thing, observation, attention,τοῦτ' ἄξιον ἐπιστάσεως, εἰ.. Id.Ph. 196a36
; μετὰ ἐ. Plb.2.2.2; μετὰπολλῆς ἐ. καὶ φιλοτιμίας D.S.29.32
;ἄξιος ἐπιστάσεως Plb.11.2.4
, Phld. Rh.1.31 S.; ἄγειν τινὰ εἰς ἐ. Plb.9.22.7; ἐξ ἐ. ῥητέον carefully, Id.3.58.3; ἐπίστασίν τινων λαμβάνειν Aristeas 256; medical treatment, care,πρὸς φλεγμονήν Sor.1.76
: generally, care, attention, Phld.Lib. p.50., Mus.p.84K.3. = ἐπιστασία 11, D.S.14.82, Ph.1.143 codd.; κατὰ τὴν ἐ. during his term as ἐπιστάτης, SIG10 (Samos, vi B.C.); ἐ. ἔργων superintendence of works, X.Mem.1.5.2;ἡ ἐ. μοι ἡ καθ' ἡμέραν 2 Ep.Cor.11.28
; oversight of students, D.H.Comp.1.4. beginning,ἐ. ποιεῖσθαι ἀπὸ.. Plb.1.12.6
; ἡ ἐ. τῆς ἱστορίας introduction, Id.2.71.7; ἀρχὴ καὶ ἐ. τῆς κατασκευῆς method of setting about construction, Ph.Bel.50.35.5. scum on urine, Hp.Aph.7.35.6. position in rear, τὴν ἐ. ἐπ' ἀλλήλοις ἔχειν one behind the other, of ships, Plb.1.26.12.7. = μέρος τι τῆς νεώς, Hsch.; cf. ἐπιστατήρ.III. onset, LXX 2 Ma.6.3;ὄχλου Act.Ap.24.12
(nisi leg. ἐπισύστασις).IV. ἐν ἐπιστάσει καὶ ἐν ἀπολογισμῷ, perh. of land of which the rent has been raised, PTeb.61 (a).163 (ii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστασις
-
2 ἔδαφος
A bottom, foundation, base of anything,τῆς κατασκευῆς τὰ ἐ. Th.1.10
; ἔ. νηός bottom of a ship, Od.5.249;ἔ. πλοίου D.32.5
, cf. Pherecr.12; ἔ. ποταμοῦ, τῆς θαλάττης, X.Cyr.7.5.18, Arist.HA 534a11; [ ποτηρίου] Pherecr.143.2.2 ground-floor, pavement,οἴκου Hdt.8.137
; καθελεῖν ἐς ἔ. raze to the ground, Th. 3.68;τὸ ἔ. ὁμαλίσασι IG11(2).161
A57 (Delos, iii B.C.);ἔπεσον εἰς τὸ ἔ. Act.Ap.22.7
; (iii A. D.), etc.3 ground, soil, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι for our country's soil, Aeschin.3.134, cf. D.26.11 (pl.); ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει, of a mortal foe, Id.8.39, 10.11;ὀκρυόειν ἔ.
Eleg.Alex. Adesp.1.7
; soil, viewed in regard to its quality, Thphr.CP2.4.1 (pl.), 4.11.8: pl., ἐδάφη lands and tenements (incl. houses), Is.11.42, IG 2.780, PTeb.302.10 (i A.D.); also, masses of earth, Epicur.Ep.2p.48U.b manuscript, Id.16.468 (s.v.l.). -
3 κατασκευή
κατασκευ-ή, ἡ,A preparation, ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου being engaged in preparing for it, Th. 8.5; construction,λιμένων ἢ νεωρίων Pl.Grg. 455b
; fitting out,πλοίων Plb.1.21.1
, etc.3 training, Stoic. 3.89.II permanent or fixed assets, opp. what is movable or temporary ([etym.] παρασκευή), fixtures, plant, etc., Th.1.10; ἀνειληφότες τὰς κ. having repaired their estates, Id.2.16; ἡ περὶ τὸν κλῆρον κ. Pl. Lg. 923d; τῆς ἄλλης κ., ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεθ' ἧς πολιτευόμεθα καὶ δι' ἢν ζῆν δυνάμεθα the aggregate of our possessions, Isoc.4.26;αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τείχους Id.7.52
; but also, like παρασκευή, any furniture or fittings, τὴν Μαρδονίου κ., i. e. his tent and its furniture, Hdt.9.82;κ. πολυτελέσι χρησαμένων Th.6.31
; φιάλας τε.. καὶ θυμιατήρια καὶ ἄλλην κ. ib.46;ἡ κ. τῆς οἰκίας D.47.54
; τῇ τῶν θεῶν κ. χρῆσθαι whatever the gods provided, X.Ages.9.5.III state, condition, constitution of a thing,θεοῦ κ. βίῳ δόντος τοιαύτην E. Supp. 214
;αἱ.. κ. τῆς ψυχῆς Pl.R. 544e
;ἡ τοῦ βίου κ. Id.Lg. 842c
; ἡ τῶν νόμων κ. ib. 739a; ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ ib. 736b; ἐν χρημάτων κ. in the constitution of a man's fortune, Id.Grg. 477b; ἐν σώματος κ. ibid.; κ. τις παρὰ φύσιν, definition of νόσος, Gal.6.837.IV device, trick,τέχναι καὶ κ. Aeschin.2.1
, v.l. in Din.1.34; ἄνευ κατασκευῆς ᾄδειν artlessly, Ael.NA5.38.V in Logic, constructive reasoning, opp. ἀνασκευή, D.H.Lys.24, Hermog.Prog.5, etc.: in pl., Cic.Att.1.14.4, Longin.11.2, Quint.2.4.18.VI Rhet., artistic treatment,κ. ποιητική Str.1.2.6
, D.H.Comp.1; manipulation, συλλαβῶν, γραμμάτων, ib.15, 16; elaboration, Id.Pomp.2, etc.; correct style, opp. ἰδιωτισμός, Diocl.Stoic.3.214; technical resources,πλάσμα καὶ ἡ ἄλλη κ. δημηγόρου Phld.Rh.1.199
S.VII Geom., construction, Archim.Sph.Cyl. 2.4, cf. Procl.in Euc.p.203 F.; κ. ὀργανική solution by mechanical construction, Papp.174.17.VIII system of gymnastic exercise, as t.t., Gal.6.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευή
См. также в других словарях:
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek