-
1 τηλεφωνώ
(ε) μετ., αμετ. звонить по телефону, телефонировать; разговаривать по телефону -
2 τηλεφωνώ
[тилэфоно] ρ. звонить по телеефону.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τηλεφωνώ
-
3 τηλεφωνώ
[тилэфоно] ρ звонить по телеефону. -
4 τηλεφωνώ
1) appeler2) téléphoner -
5 τηλεφωνώ
1) dzwonić czas.2) nazywać czas.3) przyzywać czas.4) telefonować czas.5) wołać czas.6) wywołać czas.7) zawołanie (n) rzecz. -
6 τηλεφωνώ
1) nazvat2) nazývat3) pojmenovat4) povolat5) přivolat6) říkat7) volat8) vyžadovat9) zavolat -
7 τηλεφωνώ
1) call2) telephoneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τηλεφωνώ
-
8 téléphoner
τηλεφωνώ -
9 říkat
τηλεφωνώ -
10 dzwonić
τηλεφωνώ -
11 przyzywać
τηλεφωνώ -
12 telefonować
τηλεφωνώ -
13 wołać
τηλεφωνώ -
14 wywołać
τηλεφωνώ -
15 zawołanie
τηλεφωνώ -
16 телефонировать
τηλεφωνώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > телефонировать
-
17 telephone
1. ['telifəun] noun((often abbreviated to phone) [foun] an instrument for speaking to someone from a distance, using either an electric current which passes along a wire or radio waves: He spoke to me by telephone / on the telephone; ( also adjective) a telephone number/operator.) τηλέφωνο / τηλεφωνικός2. [foun] verb1) (to (try to) speak to (someone) by means of the telephone: I'll telephone you tomorrow.) τηλεφωνώ2) (to send (a message) or ask for (something) by means of the telephone: I'll telephone for a taxi.) τηλεφωνώ για κάτι, καλώ3) (to reach or make contact with (another place) by means of the telephone: Can one telephone England from Australia?) τηλεφωνώ•- telephone booth
- telephone box
- telephone directory
- telephone exchange -
18 звонить
-
19 телефон
телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί* * *мτο τηλέφωνοно́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου
говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο
звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ
позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
я у телефо́на! — εμπρός!
телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί
-
20 звонить
1. (производить звон) κτυπώ/χτυπώ, κουδουνίζω 2. (издавать звон) χτυπώ 3. (по телефону) τηλεφωνώ, παίρνω (στο) τηλέφωνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звонить
См. также в других словарях:
τηλεφωνώ — τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. τηλεφωνάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηλεφωνώ — έω, Ν 1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο 2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τηλεφωνώ — τηλεφώνησα, τηλεφωνήθηκα 1. επικοινωνώ με το τηλέφωνο. 2. πληροφορώ με το τηλέφωνο: Τηλεφώνησέ μου τα νεότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… … Dictionary of Greek
τηλεφώνημα — το, Ν τηλεπ. συνομιλία μέσω τηλεφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Η λ., στον πληθ. τηλεφωνήματα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τηλεφωνάω — / τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής