-
1 τηλεφωνώ
(ε) μετ., αμετ. звонить по телефону, телефонировать; разговаривать по телефону -
2 τηλεφωνώ
[тилэфоно] ρ. звонить по телеефону.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τηλεφωνώ
-
3 τηλεφωνώ
[тилэфоно] ρ звонить по телеефону.
См. также в других словарях:
τηλεφωνώ — τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. τηλεφωνάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηλεφωνώ — έω, Ν 1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο 2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τηλεφωνώ — τηλεφώνησα, τηλεφωνήθηκα 1. επικοινωνώ με το τηλέφωνο. 2. πληροφορώ με το τηλέφωνο: Τηλεφώνησέ μου τα νεότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… … Dictionary of Greek
τηλεφώνημα — το, Ν τηλεπ. συνομιλία μέσω τηλεφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Η λ., στον πληθ. τηλεφωνήματα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τηλεφωνάω — / τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής