-
1 τηθέλης
τηθέλης, ὁ, auch τηϑελᾶς, τηϑαλλαδᾶς od. τηϑαλλαδοῦς, τηϑελαδοῠς u. τηϑαλλωδοῠς, Hesych., vgl. Phryn. 299, – ( τήϑη) Großmuttersöhnchen, ein verzogener, liederlicher od. dummer Mensch, μαμμόϑρεπτος, Schol. Ar. Ach. 49 u. Poll. 3, 20; B. A. 65, 30; vgl. Lob. zu Phryn. 299.
-
2 τηθαλλαδοῦς
A nursed by a grandmother, spoilt child, mollycoddle, ὀκνεῖς λαλεῖν; οὕτω σφόδρ' εἶ τ.; Com.Adesp.17, cf. Poll.3.20, Phryn.PSp.113 B., Hdn.Gr.2.928, Suid.:—but this interpr. constantly alternates with μαμμόθρεπτος, as if from τίτθη, not τήθη.--Other forms occur, viz. [full] τηθαλλωδοῦς (- αμμω- cod.) in Hsch., cf. EM756.31; [full] τηθελᾶς Sch.Ar.Ach.49; [full] τηθελαδοῦς Phryn.267; [full] τηθαλώδης Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηθαλλαδοῦς
См. также в других словарях:
τηθελαδούς — ὁ, Α βλ. τηθαλλαδοῡς … Dictionary of Greek
τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν … Dictionary of Greek