Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τηθαλλᾰδοῦς

См. также в других словарях:

  • τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν …   Dictionary of Greek

  • τηθαλλωδούς — ὁ, Α βλ. τηθαλλαδοῡς …   Dictionary of Greek

  • τηθαλώδης — ὁ, Α (κατά τον Ζων.) «τηθαλώδης, γυναικοκρατής, γυναικοτραφής». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη λ. τηθή «γιαγιά» με υγρό ένθημα λ και κατάλ. ώδης (πρβλ. τηθαλλαδοῦς)] …   Dictionary of Greek

  • τηθελάς — ὁ, Α ο τηθελλαδοῡς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. τηθή «γιαγιά» με υγρό ένθημα λ και κατάλ. ᾶς (πρβλ. τηθαλλαδοῦς, τηθαλώδης)] …   Dictionary of Greek

  • τηθελαδούς — ὁ, Α βλ. τηθαλλαδοῡς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»