Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τεϑνεώτων

См. также в других словарях:

  • τεθνεώτων — θνήσκω perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… …   Dictionary of Greek

  • εξανδραποδίζω — (Α ἐξανδραποδίζω) [ανδραποδίζω] (για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο*, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.) αρχ. αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • λαϊκισμός — ο πολιτική στάση και πρακτική που απευθύνεται κυρίως προς το «θυμοειδές» τών ανθρώπων και που, με την υπόθαλψη επιθυμιών και πόθων, με την προβολή «χαρισματικών» ηγετών, ουτοπικών οραμάτων και ανεφάρμοστων προγραμμάτων, καθώς και με την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»