-
1 θήκη
θήκη, ἡ, Ort od. Behältnis, worin etwas niedergelegt u. aufbewahrt wird; Kisten mit Gold; auch αὐλῶν, ξίφους, Scheide; der feierliche Ausdruck für Sarg oder Gruft -
2 ἀλαβαστο-θήκη
ἀλαβαστο-θήκη, ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστρο-ϑήκη.
-
3 προς-θήκη
προς-θήκη, ἡ, Zusatz, Zugabe, Anhang; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προςϑήκη πέλοι, möge der Schluß gut sein, Aesch. Ag. 496; ϑεοῠ, das Dazuthun des Gottes, die Hülfe, Soph. O. R. 38, Schol. ἐπικουρία; – προςϑήσομεν αὐτῷ οὐ σμικρὰν προςϑήκην, Plat. Lach. 182 c. Anders Dem. 23, 75, πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προςϑῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου, Alles hat zwei Seiten; – Vermehrung; dah. bei Her. 4, 30 Einschiebsel in eine Erzählung; Beiwerk, neben ἔντεχνον Arist. rhet. 1, 1, u. oft; Abschweifung von der Hauptsache, Sp.; – Dem. vrbdt oft ἐν προςϑήκης μέρει, z. B. 2, 14; auch ἐν ὑπηρέτου καὶ προςϑήκης μέρει, 13, 31, wie wir auch »Nebensache« brauchen; nachgeahmt von Luc. Zeux. 2. – Bei den Gramm. die Partikel, vgl. Longin. de sublim. 21, 2.
-
4 προ-θήκη
προ-θήκη, ἡ, das Ausstellen; das Aushängeschild der Handwerker, mit dem sie ihr Handwerk bezeichnen, Io. Chrysost., wie Alciphr. 3, 66 auch das Verbum προτίϑεμαι braucht. – Der aufgestellte Satz, = πρόϑεσις.
-
5 παρ-εν-θήκη
παρ-εν-θήκη, ἡ, Zwischensatz, Einschiebsel, Her. 1, 186. 6, 19; λόγου, eine nicht nothwendige Einschaltung in eine Rede, Abschweifung, 7, 5. 171 u. Sp., wie Plut. ἑτέρας δὲ τοῦ πολέμου παρενϑήκας ἐποιεῖτο, um den Krieg nämlich in die Länge zu ziehen, Pomp. 41; ἐν παρενϑήκης μέρει, nebenbei, Sp. Bei Poll. 1, 99 Ballast.
-
6 παρα-κατα-θήκη
παρα-κατα-θήκη, ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασϑαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταϑήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοϑείσης ἐν παρακαταϑήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.
-
7 παρα-θήκη
παρα-θήκη, ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταϑήκη; Her. 9, 45 παραϑήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίϑεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.
-
8 περι-θήκη
περι-θήκη, ἡ, was man herumstellt (?).
-
9 πινακο-θήκη
πινακο-θήκη, ἡ, Saal, wo man Gemälde aufbewahrt, Bildersaal, Landkartensammlung, Strab. XIV, 944.
-
10 ποτηρο-θήκη
ποτηρο-θήκη, ἡ, Ort od. Tisch, worauf man Becher setzt, Sp.
-
11 στρωματο-θήκη
στρωματο-θήκη, ἡ, der Saumsattel oder Packsattel, Sp.
-
12 συν-θήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stylistische Composition, Rhett. – Gew. Uebereinkunft, Vertrag, Aesch. Ch. 548; συνϑήκας ποιεῖσϑαί τινι, Ar. Pax 1030; Thuc. 5, 31. 8, 36; συνϑήκας ποιεῖσϑαι πρός τινα, Lys. 3, 22; ξυνϑήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβάς, Plat. Crit. 54 c; καὶ ὁμολογία, Crat. 384 d; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung, Legg. IX, 879 a Theaet. 183 c u. Folgde, wie Pol. oft.
-
13 σχηματο-θήκη
σχηματο-θήκη, ἡ, Magazin, Vorrathskammer von Gestalten, Gebehrden, Grimassen, Ath. VI, 258 a.
-
14 σωματο-θήκη
σωματο-θήκη, ἡ, Behältniß, den todten Leib hineinzulegen, Todtenkiste, Sarg, Inscr.
-
15 σκευο-θήκη
σκευο-θήκη, ἡ, Behältniß, Magazin, Vorrathskammer, allerlei Geräth, Gepäck, Gefäße u. dgl. darin aufzubewahren, Rumpelkammer, auch Zeughaus, Aesch. frg. 260 bei Poll. 10, 10; nach B. A. 303 u. Phot. bes. zum Schiffsgeräth; vgl. Aesch. 3, 25, ἦρχον δὲ τὴν τῶν ἀποδεκτῶν καὶ νεωρίων ἀρχήν, καὶ σκευοϑήκην ᾠκοδόμουν.
-
16 σανδαλο-θήκη
σανδαλο-θήκη, ἡ, Behältniß für die σάνδαλα, Menand. bei Poll. 7, 87. 10, 50.
-
17 σῑτο-θήκη
σῑτο-θήκη, ἡ, Getreidebehälter, Sp.
-
18 τοξο-θήκη
τοξο-θήκη, ἡ, Bogen-, Pfeilbehälter, Schol. Ar. Thesm. 1209.
-
19 φαινολο-θήκη
φαινολο-θήκη, ἡ, Behältniß zur Aufbewahrung der φαινόλαι, Gloss.
-
20 χρῡσωματο-θήκη
χρῡσωματο-θήκη, ἡ, Ort, Behältniß zur Aufbewahrung goldener Gefäße, Callix. bei Ath. 199 f.
См. также в других словарях:
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)