-
1 τεχνητός
[тэхнитос] εκ. искусственный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τεχνητός
-
2 искусственный
τεχνητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искусственный
-
3 искусственный
иску́сственн||ыйприл1. τεχνητός, ψεύτικος:\искусственныйое орошение ἡ τεχνητή ἀρδευση· \искусственныйое питание τό τεχνητό τάγισμα· \искусственныйые зу́бы τά ψεύτικα δόντια· \искусственныйый шелк τό τεχνητό μετάξι· \искусственныйые цветы τά τεχνητά ἄνθη· \искусственныйый спутник Земли́ τεχνητός δορυφόρος·2. (деланный) τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος, ἐπίπλαστος:\искусственныйая улыбка τό ψεύτικο χαμόγελο· \искусственныйый смех τό πλαστό γέλοιο. -
4 искусственный
искусственный 1) τεχνητός 2) ψεύτικος (поддельный) πλα στός (притворный)* * *1) τεχνητός2) ψεύτικος ( поддельный); πλαστός ( притворный) -
5 лёд
-
6 спутник
спутник м 1) о συνταξιδιώτης, о συνοδοιπόρος 2) астр. о δορυφόρος; искусственный \спутник Земли о τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ* * *м1) ο συνταξιδιώτης, ο συνοδοιπόρος2) астр. ο δορυφόροςиску́сственный спу́тник Земли́ — ο τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ
-
7 вентиляция
ο (εξ)αερισμόςвытяжная - απαγωγής/εξαγωγής (αέρα)рудничная - ορυχείων/στοώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиляция
-
8 вставной
πρόσθετος, τεχνητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вставной
-
9 горизонт
1. (линия горизонта) о ορίζοντας, о ορίζων- της Γηςискусственный - (нвг.) τεχνητός -2. (горн., геол.) о ορίζοντας, το επίπεδο, η στάθμηисходный - (геод.) αρχικός -основной - горн. βασικός -промежуточный - горн. ενδιάμεσος -условный (геод.) - αναφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонт
-
10 графит
ο γραφίτ/ηςшаровидный - см сфероидальный -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графит
-
11 дутьё
1. мет. το φύσημα, η παροχή του αέρα υπό πίεση-2. (в топках) ο ελκυσμόςвентиляторное - τεχνητός -, βεβιασμένος - (μέσω του ανεμιστήρα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дутьё
-
12 лёд
ο πάγοςдрейфующий - εν κινήσει σε θάλασσα, λίμνες κ.λπпаковый - см. пакРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лёд
-
13 магнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит
-
14 мозг
ο μυελός, ο εγκέφαλος, το μυαλόкостный - των οστών/οστέωνразг. το μεδούλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мозг
-
15 ненатуральный
αφύσικοςτεχνητόςμη φυσικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ненатуральный
-
16 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
17 планета
ο πλανήτης· верхняя - ανώτερος -внутренняя - см. нижняя -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планета
-
18 поддельный
1. (фальшивый, ненастоящий) πλαστός, κίβδηλος, κάλπικος (ξεν.), νόθος, παραποιημένος 2 (искусственный) τεχνητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддельный
-
19 спутник
(астр., косм.) о δορυφόρ/ος* запустить - на орбиту εκτοξέω/τοποθετώτον - ο σε τροχιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спутник
-
20 тяга
1. (соединительный элемент рычажной системы) η ράβδος/ο μοχλός έλ-ξης/ώθησης 2. (в топочных и вентиляционных устройствах) о ελκυσμός 3. (сила, передаваемая движителю) η έλξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяга
См. также в других словарях:
τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
τεχνητός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που φτιάχτηκε, όχι φυσικός: Τεχνητή βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορίζοντας, τεχνητός — Όργανο, το οποίο, με διάφορους τρόπους και για διάφορους σκοπούς, υλοποιεί το οριζόντιο επίπεδο ή το ίχνος του. Στο ναυτικό, όταν δεν υπήρχε ή δεν λειτουργούσε με ικανοποιητική συχνότητα και ακρίβεια η ραδιοτηλεγραφική μετάδοση της ώρας,… … Dictionary of Greek
τεχνητά — τεχνητός artificial neut nom/voc/acc pl τεχνητά̱ , τεχνητός artificial fem nom/voc/acc dual τεχνητά̱ , τεχνητός artificial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνητῶν — τεχνητός artificial fem gen pl τεχνητός artificial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνητόν — τεχνητός artificial masc acc sg τεχνητός artificial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
τεχνηταῖς — τεχνητός artificial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνηταί — τεχνητός artificial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνητοῖς — τεχνητός artificial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)