Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνταξιδιώτης

См. также в других словарях:

  • συνταξιδιώτης — ο, θηλ. συνταξιδιώτις, ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν σύντροφος σε ταξίδι με το ίδιο μέσο μεταφοράς …   Dictionary of Greek

  • συνταξιδιώτης — ο θηλ. συνταξιδιώτισσα αυτός που ταξιδεύει μαζί με κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνομόπλους — ουν, και ασυναίρ. οος, οον, Α συνταξιδιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμόπλους «συνταξιδιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… …   Dictionary of Greek

  • ομέμπορος — ὁμέμπορος, ὁ (ΑΜ) συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἔμπορος] …   Dictionary of Greek

  • ομοκέλευθος — ὁμοκέλευθος, ον (Α) αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κέλευθος «οδός»] …   Dictionary of Greek

  • ομόπλους — ουν (Α ὁμόπλους, ουν και οος, οον) 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει μαζί, με τη συνοδεία άλλου 2. (για πρόσ.) συνταξιδιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλοῦς (< πλέω), πρβλ. ταχύ πλους] …   Dictionary of Greek

  • ομόστολος — (I) ὁμόστολος, ον (Α) 1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης 2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό στολος]. (II) ὁμόστολος …   Dictionary of Greek

  • συμπράκτωρ — και ιων. τ. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α 1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ. β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.) 2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • συνέκδημος — ο, / συνέκδημος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημος σπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας τής πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»