-
1 τετραμαίνω
A = τρέμω, Hp.Mul.2.171, Ar.Nu. 294, 374, Xenarch.4.19 (prob.), Hp. ap. Gal.19.146 cod. opt. (cf. Eranos 17.99), Hsch.; τετρεμαίνω (q.v.) is v.l. in Ar. ll. cc., Gal. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραμαίνω
-
2 τετρεμαίνω
τετρεμαίνω, redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρεμαίνω
См. также в других словарях:
τετραμαίνω — και δ. γρφ τετρεμαίνω Α [τέτραμος] τρέμω … Dictionary of Greek
ταρμύσσω — Α φοβίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ τραμ ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή τής λ. σε αμάρτυρο τ. *ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ,… … Dictionary of Greek
τετρεμαίνω — ΜΑ καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετραμαίνω* κατ επίδραση τού τρέμω] … Dictionary of Greek