1 τετρα-ετηρικός
τετρα-ετηρικός, ή, όν, zur τετραετηρίς gehörig, Sp.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τετρα-ετηρικός
2 τετραετηρικός
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > τετραετηρικός