Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τετραετηρίς

См. также в других словарях:

  • τετραετηρίς — a quadrennial festival fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρίδα — τετραετηρίς a quadrennial festival fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρίδας — τετραετηρίς a quadrennial festival fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρίδες — τετραετηρίς a quadrennial festival fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρίδος — τετραετηρίς a quadrennial festival fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρίδων — τετραετηρίς a quadrennial festival fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρίσιν — τετραετηρίς a quadrennial festival fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροετηρίς — ίδος, ἡ, Α (θεσσαλ. τ.) βλ. τετραετηρίς …   Dictionary of Greek

  • τετραετηρίδα — η / τετραετηρίς, ίδος, ΝΑ, και βοιωτ. τ. πετροετηρίς, ίδος, Α [τετραέτηρος] χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, τετραετία νεοελλ. συμπλήρωση τεσσάρων ετών από αξιόλογο γεγονός, τέταρτη επέτειος αρχ. εορτή που τελείται κάθε τέταρτο έτος …   Dictionary of Greek

  • τετραετηρικός — ή, ό / τετραετηρικός, ή, όν, ΝΜΑ [τετραετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τετραετηρίδα ή αυτός που συμβαίνει κάθε τέταρτο έτος μσν. αυτός που διαρκεί μια τετραετία («τετραετηρικὸς χρόνος» η τετραετία, Γεώργ. Σύγκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»