-
1 τεταρταΐζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεταρταΐζω
-
2 τεταρταϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεταρταϊκός
-
3 τεταρταῖος
A on the fourth day, τ. γενέσθαι to be four days dead, Hdt.2.89;ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Pl.R. 616b
.2 τ. πυρετός quartan fever, Id.Ti. 86a;ῥῖγος POxy.1151.37
(v A.D.); so without πυρετός, Hp.Aph.2.25, POxy.1088.38 (i A.D.), etc.;πυρετῷ καὶ τεταρταίῳ IG3.1424
; τ. πονεῖσθαι to have fits every four days, Hp.Judic.36;ἑπτὰ τεταρταίῳ μῆνας ἔκαμνε πυρί Call.Aet.3.1.17
;λύτρα τεταρταίοιο δυσαλγέος οὕνεκα παῦσαν Rev.Bibl.14.295
([place name] Lycia).II τεταρταίη, = ἡ τετάρτη, the fourth day, Arat.806.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεταρταῖος
-
4 ταρτημόριον
ταρτημόριον, τό, shortd. for τεταρτ-, Macho ap.Ath.13.582e, BGU 1551.4 (iii B.C.), Hsch., Phot.; [dialect] Dor. [full] ταρτᾱμόριον Delph.3(5).78, 82 (iv B.C.): also [full] ταρτήμορον, τό, PCair.Zen.776.12 (iii B.C.), BGU 1517.4, 1551.9 (iii B.C.), IG11(2).287A43, al. (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 444 B105 (ii B.C.); ταρτημο[.. IG22.1496.207.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρτημόριον
См. также в других словарях:
ογδοαίος — ὀγδοαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά την όγδοη μέρα 2. (για πυρετό) αυτός που επαναλαμβάνεται περιοδικά κατά την όγδοη μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. αῖος (πρβλ. τεταρτ αίος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκαταίος — αία, ον, Α αυτός που συμβαίνει την δέκατη τέταρτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαιδέκατος + κατάλ. αῖος (πρβλ. τεταρτ αῖος)] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαταίος — και τρισκαιδεκαταῑος, αία, ον, Α αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά την δέκατη τρίτη μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαιδέκατος + κατάλ. –αῖος (πρβλ. τεταρτ αῖος)] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκατημόριον — και τρισκαιδεκατημόριον, τὸ, Α το ένα δέκατο τρίτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαιδέκατος + μόριον (< μόρος), πρβλ. τεταρτ η μόριον] … Dictionary of Greek
τριακοστημόριον — και ιων. τ. τριηκοστημόριον, τὸ, Α το ένα τριακοστό ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + μόριον (πρβλ. τεταρτ η μόριον)] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek