Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τεσσᾰρᾰκοντούτης

См. также в других словарях:

  • τεσσαρακοντούτης — forty years old masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακοντούτης — ο, θηλ. τεσσαρακοντούτις, ΝΑ, και αττ. τ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακοντοῡτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρακονταετής …   Dictionary of Greek

  • τετταρακοντούτης — τεσσαρακοντούτης , τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακοντοῦται — τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακοντούτη — τεσσαρακοντούτης forty years old masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακοντούτην — τεσσαρακοντούτης forty years old masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»