-
1 τεσσαρακοντουτης
-
2 τεσσαρακοντούτης
τεσσαρακοντούτηςforty years old: masc nom sg -
3 τεσσαρακοντούτης
ο, τεσσαρακοντούτις (-ιδος) η сорокалетний человек -
4 τεσσαρακοντούτης
A = τεσσαρακονταετής (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακοντούτης
-
5 τεσσαρακοντούτης
kırk yıllık -
6 τετταρακοντούτης
τεσσαρακοντούτης, τεσσαρακοντούτηςforty years old: masc nom sg -
7 τεσσαρακοντούτη
τεσσαρακοντούτηςforty years old: masc voc sg -
8 τεσσαρακοντούτην
τεσσαρακοντούτηςforty years old: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 τεσσαρακοντούται
-
10 τεσσαρακοντοῦται
-
11 τεσσαρακονταετής
τεσσᾰρᾰκοντᾰ-ετής, ές,A forty years old, Hes.Op. 441;τ. χρόνος Act.Ap.7.23
, 13.18;ἡλικία Sor.1.34
:—[dialect] Att. fem. [full] τεττᾰρᾰκοντᾰέτις, ιδος, Pl.R. 460e: masc.also [full] τεσσᾰρᾰκοντούτης, Gal. 15.504, M.Ant.11.1, ([pref] τεττ-) Luc.Herm.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταετής
См. также в других словарях:
τεσσαρακοντούτης — forty years old masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοντούτης — ο, θηλ. τεσσαρακοντούτις, ΝΑ, και αττ. τ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακοντοῡτις, ιδος, Α βλ. τεσσαρακονταετής … Dictionary of Greek
τετταρακοντούτης — τεσσαρακοντούτης , τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοντοῦται — τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοντούτη — τεσσαρακοντούτης forty years old masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοντούτην — τεσσαρακοντούτης forty years old masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… … Dictionary of Greek