-
1 τεσσαρακοντούται
-
2 τεσσαρακοντοῦται
См. также в других словарях:
τεσσαρακοντοῦται — τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τεσσαρακοντούται
2 τεσσαρακοντοῦται
τεσσαρακοντοῦται — τεσσαρακοντούτης forty years old masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)