-
1 τερπνως
-
2 τερπνώς
-
3 τερπνῶς
-
4 ἑψιάομαι
ἑψιάομαι, od. ἐψιάομαι, nach Einigen mit Steinchen ( ψιά) spielen; οὗτοι δ' ἠὲ ϑύρῃσι καϑήμενοι ἑψιαάσϑων Od. 17, 530, Schol. διαλεγέσϑωσαν u. παιζέτωσαν; bestimmter Ap. Rh. 3, 117 ἀμφ' ἀστραγάλοισι δὲ τώγε χρυσείοις ἑψιόωντο, wo der Schol. die Erkl. ὁμιλέω u. die Ableitung von ἔπος anführt, also = sich unterhalten, vgl. ἀμοιβαδὶς ἀλλήλοισι μυϑεῦνϑ' οἷά τε πολλὰ νέοι παρὰ δαιτὶ καὶ οἴνῳ τερπνῶς ἑψιόωνται id. 1, 457, während Andere an ἕπομαι denken (s. das Vorige); μολπῇ καὶ φόρμιγγι, sich ergötzen daran, Od. 21, 420. Sonst hat das Wort noch Callim. Dian. 2 Cer. 39 in der Bdtg "scherzen", "lustig sein".
-
5 τερπνός
A delightful, pleasant (Hom. only as v.l., Od.8.45), Thgn.1019 (= Mimn.5.3), Pi.O.6.57, al., A.Ag. 143 (lyr.), etc.;τερπνὰ παθών Tyrt.12.38
; also in Prose, Democr.211;πρὸς τὸ τερπνόν Th.2.53
, cf. Pl.Cra. 419d; τὰ τ. delights, pleasures, Isoc.1.21, X.Mem.2.1.23; τὸ τ. enjoyment, Metrod.Fr.47.2 rarely of persons, αὑτῷ δὲ τερπνός to his own content, S.Aj. 967; γέρων τ. Anacreont.37.1.II regul. [comp] Comp.τερπνότερος Phld.Oec.p.9
J.: [comp] Sup.- ότατος Thgn.256
; irreg.τέρπνιστος Call.Fr. 256
; Adv. - ιστα (or - ίστα[τα]) Id. in PSI11.1218c6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερπνός
См. также в других словарях:
τερπνώς — τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Ν επίρρ. βλ. τερπνός … Dictionary of Greek
τερπνῶς — τερπνός delightful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνός — ή, ό / τερπνός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ. β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» λέγεται σε … Dictionary of Greek