Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τερπνῶς

См. также в других словарях:

  • τερπνώς — τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Ν επίρρ. βλ. τερπνός …   Dictionary of Greek

  • τερπνῶς — τερπνός delightful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνός — ή, ό / τερπνός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ. β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» λέγεται σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»