-
1 τεμαχιτης
-
2 τεμαχιτης
τεμαχιτης, ὁ, ἰχϑύς, ein großer Meerfisch, der zerschnitten und eingesalzen wird
См. также в других словарях:
τεμαχίτης — sliced and salted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίτης — ὁ, Α (για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
τεμαχίτην — τεμαχίτης sliced and salted masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίτας — τεμαχίτᾱς , τεμαχίτης sliced and salted masc acc pl τεμαχίτᾱς , τεμαχίτης sliced and salted masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τεμαχίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] … Dictionary of Greek