Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τελευταίος

  • 1 τελευταιος

        3
        1) конечный, последний, крайний
        

    οἱ τελευταῖοι κύκλοι Her.крайние (т.е. внутренние) из кольцевых стен;

        ἥ τελευταία ἡμέρα Soph., Dem. — последний день;
        ὅ τ. βίος Soph.конец жизни

        2) задний
        

    (πόδες Arst.)

        οἱ πρῶτοι καὴ οἱ τελευταῖοι Xen.передние и задние ряды (войска)

        3) перен. крайний, предельный
        

    (ὕβρις Soph.). - см. тж. τελευταία, τελευταῖα и τελευταῖον

    Древнегреческо-русский словарь > τελευταιος

  • 2 τελευταίος

    τελευταίος, ά, ον конечный, последний

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > τελευταίος

  • 3 τελευταίος

    αία, ο[ν] последний (в разн. знач);

    τελευταίες ειδήσεις — последние известия;

    τελευταίος μαθητής — последний ученик;

    τελευταίο ακκόρντο — финальный аккорд;

    με τελευταία μόδα — по последней моде;

    γιά τελευταία φορά — в последний раз

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τελευταίος

  • 4 τελευταίος

    [тэлэфтэос] επ. последний.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελευταίος

  • 5 τελευταίος

    [тэлэфтэос] επ последний.

    Эллино-русский словарь > τελευταίος

  • 6 Γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος

    Хорошо смеется тот, кто смеется последний
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος

  • 7 ξυμπαραγιγνομαι

        ион. συμπαραγίνομαι
        1) одновременно появляться, подоспевать, приходить
        ὥστε καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπὸς καὴ ὅ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);
        βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc.подоспев (на помощь) с небольшим отрядом

        2) помогать
        

    (τινι Dem., NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > ξυμπαραγιγνομαι

  • 8 συμπαραγιγνομαι

        ион. συμπαραγίνομαι
        1) одновременно появляться, подоспевать, приходить
        ὥστε καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπὸς καὴ ὅ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);
        βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc.подоспев (на помощь) с небольшим отрядом

        2) помогать
        

    (τινι Dem., NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > συμπαραγιγνομαι

  • 9 ασπασμός

    ο
    1) поцелуй; объятие; 2) привет, поклон;

    § τελευταίος ασπασμόςпоследнее прости

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ασπασμός

  • 10 εις

    πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач, движения, направления) в, на; αναχωρώ εις Άγγλίαν я уезжаю в Англию; θα μεταβώ εις την πόλιν я поеду в город; ανεχώρησαν είς το μέτωπον они ушли на фронт; ανέβα εις την σκεπήν поднимись на крышу; 2) (при обознач, места) в, на; μένω είς την οδόν Πούσκιν я живу на улице Пушкина; εις την πόλιν μας в нашем городе; 3) (при обознач, расстояния) до; απ' Αθηνών εις Φάληρον от Афин до Фалерона; από την μίαν.δχθην εις την άλλην от одного берега до другого; 4) (при обознач, времени) в; εις τα 1973 в 1973 году; είς τάς δέκα Ιουλίου десятого июля; εις τάς εξ το πρωΐ в шесть часов утро; εις στιγμήν ακατάλληλον в неподходящий момент; 5) (при обознач, сферы проявления чего-л.) в; είμαι πρώτος (τελευταίος) εις τα μαθήματα быть первым (последним) в учении; διακρίνομαι εις όλα во всём выделяться; επιδέξιος εις τα όπλα ловкий в обращении с оружием; 6) (при обознач, стоимости) за; εις το τάλληρον δύο две штуки за 5 драхм; 7) (при обознач, способа оплаты): επληρώθη εις χρήμα (είς είδος) оплачено деньгами (натурой); 8) (при обознач, деления на части) в, на; διαιρώ εις πέντε μέρη делить на пять частей; δρόμα εις πράξεις τρείς драма в трёх действиях; διαιρώ εις μικρός ομάδας делить на маленькие группы; 9) (при обознач, объединения, слияния) в; συγχωνεύω τα δύο κεφάλαια τού βιβλίου εις ένα объединять 2 главы книги в одну; 10) (при обознач, глубины строя) по; εις ένα, εις δύο по одному, по два (в ряд); 11) (при обращении) к, в; απευθύνομαι εις τον υπουργόν (είς το υπουργείον) обращаться к министру (в министерство); ο Δήμαρχος ανήγγειλεν εις τούς κατοίκους мэр'объявил жителям; 12) (при обознач, цели): δαπανώ εις ενδύματα расходовать на одежду; αναχωρώ εις επισκέψεις отправляться с визитами; ετοιμοι εις μάχην готовы к бою; 13) (при обознач, изменения, превращения, перевода): ο βασιλεύς μετεμφιέσθη εις χωρικόν король переоделся крестьянином; από φίλος μετετράπη εις εχθρόν из друга превратился во врага; μεταφράζω από την γαλλικήν εις την ελληνικήν переводить с французского на греческий; 14) (при приказе, команде): εις τα όπλα! в ружьё!; εις παράταξιν! стройся!; εις τάς θέσεις σας! по местам!; εις έπαρσιν σημαίας! флаг поднять!; 15) (при выражении пожелания): εις (την) υγείαν σας! за ваше здоровье!; 16) (в клятвах): σάς ορκίζομαι εις την τιμήν μου клянусь честью; II με γεν. (при обознач, лица, с которым имеют дело): δουλεύω εις τού πεθερού μου работаю у своего тестя; § εις την εντέλειαν в совершенстве; εις μάτην напрасно, попусту, тщетно; εις όγδοον ин-октаво (о формате книги и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εις

  • 11 υπερθεματιστής

    ο лицо, набавляющее, перебивающее цену (на торгах);

    ο τελευταίος υπερθεματιστής — лицо, предложившее наивысшую цену

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπερθεματιστής

См. также в других словарях:

  • τελευταῖος — last masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …   Dictionary of Greek

  • τελευταίος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς, ο τελικός, ο ύστατος: Το τελευταίο σπίτι δεξιά. 2. ο κατώτατος σε ποιότητα και αξία: Ο τελευταίος από τους μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελευταῖον — τελευταῖος last masc acc sg τελευταῖος last neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖαι — τελευταῖος last fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖοι — τελευταῖος last masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»