-
1 τελευταιος
31) конечный, последний, крайнийοἱ τελευταῖοι κύκλοι Her. — крайние (т.е. внутренние) из кольцевых стен;
ἥ τελευταία ἡμέρα Soph., Dem. — последний день;ὅ τ. βίος Soph. — конец жизни2) задний(πόδες Arst.)
οἱ πρῶτοι καὴ οἱ τελευταῖοι Xen. — передние и задние ряды (войска)3) перен. крайний, предельный(ὕβρις Soph.). - см. тж. τελευταία, τελευταῖα и τελευταῖον
-
2 τελευταίος
τελευταίος, ά, ον конечный, последний -
3 τελευταίος
αία, ο[ν] последний (в разн. знач);τελευταίες ειδήσεις — последние известия;
τελευταίος μαθητής — последний ученик;
τελευταίο ακκόρντο — финальный аккорд;
με τελευταία μόδα — по последней моде;
γιά τελευταία φορά — в последний раз
-
4 τελευταίος
[тэлэфтэос] επ. последний.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελευταίος
-
5 τελευταίος
[тэлэфтэос] επ последний. -
6 Γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος
• Хорошо смеется тот, кто смеется последнийИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος
-
7 ξυμπαραγιγνομαι
ион. συμπαραγίνομαι1) одновременно появляться, подоспевать, приходить(ἐπὴ τέν θεωρίαν NT.)
ὥστε καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπὸς καὴ ὅ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. — подоспев (на помощь) с небольшим отрядом2) помогать(τινι Dem., NT.)
-
8 συμπαραγιγνομαι
ион. συμπαραγίνομαι1) одновременно появляться, подоспевать, приходить(ἐπὴ τέν θεωρίαν NT.)
ὥστε καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπὸς καὴ ὅ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. — подоспев (на помощь) с небольшим отрядом2) помогать(τινι Dem., NT.)
-
9 ασπασμός
ο1) поцелуй; объятие; 2) привет, поклон;§ τελευταίος ασπασμός — последнее прости
-
10 εις
πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач, движения, направления) в, на; αναχωρώ εις Άγγλίαν я уезжаю в Англию; θα μεταβώ εις την πόλιν я поеду в город; ανεχώρησαν είς το μέτωπον они ушли на фронт; ανέβα εις την σκεπήν поднимись на крышу; 2) (при обознач, места) в, на; μένω είς την οδόν Πούσκιν я живу на улице Пушкина; εις την πόλιν μας в нашем городе; 3) (при обознач, расстояния) до; απ' Αθηνών εις Φάληρον от Афин до Фалерона; από την μίαν.δχθην εις την άλλην от одного берега до другого; 4) (при обознач, времени) в; εις τα 1973 в 1973 году; είς τάς δέκα Ιουλίου десятого июля; εις τάς εξ το πρωΐ в шесть часов утро; εις στιγμήν ακατάλληλον в неподходящий момент; 5) (при обознач, сферы проявления чего-л.) в; είμαι πρώτος (τελευταίος) εις τα μαθήματα быть первым (последним) в учении; διακρίνομαι εις όλα во всём выделяться; επιδέξιος εις τα όπλα ловкий в обращении с оружием; 6) (при обознач, стоимости) за; εις το τάλληρον δύο две штуки за 5 драхм; 7) (при обознач, способа оплаты): επληρώθη εις χρήμα (είς είδος) оплачено деньгами (натурой); 8) (при обознач, деления на части) в, на; διαιρώ εις πέντε μέρη делить на пять частей; δρόμα εις πράξεις τρείς драма в трёх действиях; διαιρώ εις μικρός ομάδας делить на маленькие группы; 9) (при обознач, объединения, слияния) в; συγχωνεύω τα δύο κεφάλαια τού βιβλίου εις ένα объединять 2 главы книги в одну; 10) (при обознач, глубины строя) по; εις ένα, εις δύο по одному, по два (в ряд); 11) (при обращении) к, в; απευθύνομαι εις τον υπουργόν (είς το υπουργείον) обращаться к министру (в министерство); ο Δήμαρχος ανήγγειλεν εις τούς κατοίκους мэр'объявил жителям; 12) (при обознач, цели): δαπανώ εις ενδύματα расходовать на одежду; αναχωρώ εις επισκέψεις отправляться с визитами; ετοιμοι εις μάχην готовы к бою; 13) (при обознач, изменения, превращения, перевода): ο βασιλεύς μετεμφιέσθη εις χωρικόν король переоделся крестьянином; από φίλος μετετράπη εις εχθρόν из друга превратился во врага; μεταφράζω από την γαλλικήν εις την ελληνικήν переводить с французского на греческий; 14) (при приказе, команде): εις τα όπλα! в ружьё!; εις παράταξιν! стройся!; εις τάς θέσεις σας! по местам!; εις έπαρσιν σημαίας! флаг поднять!; 15) (при выражении пожелания): εις (την) υγείαν σας! за ваше здоровье!; 16) (в клятвах): σάς ορκίζομαι εις την τιμήν μου клянусь честью; II με γεν. (при обознач, лица, с которым имеют дело): δουλεύω εις τού πεθερού μου работаю у своего тестя; § εις την εντέλειαν в совершенстве; εις μάτην напрасно, попусту, тщетно; εις όγδοον ин-октаво (о формате книги и т. п.) -
11 υπερθεματιστής
ο лицо, набавляющее, перебивающее цену (на торгах);ο τελευταίος υπερθεματιστής — лицо, предложившее наивысшую цену
См. также в других словарях:
τελευταῖος — last masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο … Dictionary of Greek
τελευταίος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς, ο τελικός, ο ύστατος: Το τελευταίο σπίτι δεξιά. 2. ο κατώτατος σε ποιότητα και αξία: Ο τελευταίος από τους μαθητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελευταῖον — τελευταῖος last masc acc sg τελευταῖος last neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖαι — τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖοι — τελευταῖος last masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek