-
1 τελετή
-
2 τελετη
дор. τελετά (τᾱ) ἥ тж. pl.1) обряд посвящения, посвящение в таинства Eur., Arph., Plat., Dem.2) праздник посвящения в таинства, мистерии(ἥ Δήμητρος τ. Her.)
3) празднество, торжество Pind., Eur., Arph., Arst.4) жречество, жреческий сан Dem. -
3 τελετή
η1) обряд, церемония; 2) торжество; празднество;αίθουσα τελετων — актовый зал
-
4 τελετή
[тэлэти] ουσ. Θ. обряд, церемония, торжество.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελετή
-
5 τελετή
[тэлэти] ουσ θ обряд, церемония, торжество. -
6 τελετα
-
7 κριοβολος
-
8 μονοημερος
-
9 οσιοω
1) культ. подвергать очищению, очищать(ὁ. καὴ καθαίρεσθαι τὸν κατιόντα Dem.)
ὁ. φυγαῖσι Eur. — очищать (от преступления) посредством изгнания;ἐν τελετῇ ὁσιοῦσθαι Plut. — при посвящении в таинства подвергнуться обряду очищения, быть посвящаемым2) культ. быть чистымστόμα εὔφημον ὁσιοῦσθαι Eur. — хранить благоговейное молчание (лат. favere lingua)
-
10 ταυροβολος
-
11 γαμήλιος
-
12 θρησκευτικός
η, ό[ν]1) религиозный, относящийся к религии;θρησκευτική τελετή — религиозный обряд;
θρησκευτική συνείδηση — религиозное сознание;
2) верующий, набожный, религиозный;θρησκευτική πίστη — верование;
θρησκευτική ελευθερία — свобода вероисповедания
-
13 θρησκευτικός
θρησκευτικός, -ή, -όрелигиозный, верующий:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θρησκευτικός
См. также в других словарях:
Τελετῇ — Τελετή rite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετῇ — τελετή rite fem dat sg (attic epic ionic) τελετής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελετή — rite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετή — rite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek
τελετή — η 1. ιεροτελεστία: Τελετή του γάμου. 2. επίσημος θρησκευτικός, πολιτικός ή στρατιωτικός εορτασμός: Η τελετή της ορκωμοσίας των υπουργών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελετῆ — τελετής masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Телета — (Τελετή) дочь наяды Никеи и Диониса. По смерти матери была воспитана Дионисом и участвовала во всех его странствованиях. Как близко посвященная в таинства Диониса, она была посредницею в очищениях, предписываемых мистериями, на что указывает… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
απόλουση — Τελετή της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, συνέχεια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο νέος χριστιανός ραίνεται από τον ιερέα με το αγιασμένο νερό και σκουπίζεται στα κυριότερα μέλη του σώματός του. Παλαιότερα, η τελετή αυτή… … Dictionary of Greek
Τελεταῖς — Τελετή rite fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)