-
1 etiketa
τελετή -
2 obřad
τελετή -
3 ceremonia
τελετή -
4 obrzęd
τελετή -
5 merasim
τελετή, τελετουργία -
6 tören
τελετή, τελετουργία -
7 обряд
обряд м η τελετή, η εθιμοτυπία, η εθιμοταξία· \обряд бракосочетания η τελετή του γάμου* * *мη τελετή, η εθιμοτυπία, η εθιμοταξίαобря́д бракосочета́ния — η τελετή του γάμου
-
8 обряд
-а α.τελετή, τελετουργία -ιεροτελεστία•свадебный обряд γαμήλια τελετή•
похоронный обряд επικήδεια τελετή νεκρώσιμη ακολουθία.
|| τύπος, συνηθισμένη τάξη, σειρά. -
9 церемония
церемония ж η τελετή ◇ без \церемонияй χωρίς τύπους; χωρίς καμώματα (разг.)* * *жη τελετή••без церемо́ний — χωρίς τύπους; χωρίς καμώματα (разг.)
-
10 церемония
церемон||ияж ἡ τελετή/ перен ἡ τσιριμόνια:траурная \церемонияия ἡ νεκρώσιμη τελετή· без \церемонияий χωρίς πολλούς τύπους, χωρίς τσιριμόνιες. -
11 акт
актм1. (действие, поступок) ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια:террористический \акт ἡ τρομοκρατική πράξη;2. (документ) ἡ πράξη [-ις], τό ἐγγραφο[ν]:нотариальный \акт ἡ συμβολαιογραφική πράξη; обвинительный \акт τό κατηγορητήριο; \акты гражданского состояния οἱ ληξιαρχικές πράξεις; составлять \акт συντάσσω πρακτικών3. театр. ἡ πράξη [-ις]:пьеса в пяти \актах δράμα σέ πέντε πράξεις;4. (в учебных заведениях) ἡ τελετή. -
12 венчальный
венча||льныйприл γαμήλιος, τοῦ γάμου, νυφικός:\венчальный обряд ἡ γαμήλιος τελετή· \венчальный наряд τό νυφικό φόρεμα. -
13 гражданский
гражданскийприл πολιτικός/ юр. ἀστικός:\гражданскийа́нские права τά πολιτικά δικαιώματα· \гражданскийаиское право τό ἀστικό δίκαιο· \гражданскийа́нский долг τό χρέος τοῦ πολίτη· \гражданскийанская война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· \гражданскийанская панихида ἡ τελετή τῆς ταφής. -
14 обряд
обрядм ἡ τελετή, ἡ Ιεροτελεστία:свадебный \обряд ἡ γαμήλιος ιεροτελεστία, ἡ στέφη, τό στεφάνωμα. -
15 празднество
празднествос ἡ γιορτή, ἡ ἐορτή, ἡ τελετή. -
16 релнгиозный
релнгиозн||ыйприл θρησκευτικός, θρήσκος, θεοσεβής:\релнгиозныйый обряд ἡ θρησκευτική τελετή· \релнгиозныйый культ τό θρήσκευμα. -
17 ceremony
['serəməni, ]( American[) -mouni]American - ceremonies; noun1) (a sacred or formal act, eg a wedding, funeral etc: a marriage ceremony.) τελετή2) (solemn display and formality: pomp and ceremony.) εθιμοτυπία•- ceremonially
- ceremonious
- ceremoniously -
18 confirmation
[kon-]noun επιβεβαίωση/ τελετή χρίσματος -
19 hazing
noun (the initiaition of newcomers: The army now forbids the hazing of new recruits.) κάνω `καψόνι` σε νεοφερμένους ως τελετή μύησης (σε στράτευμα, κολέγιο, κλπ.) -
20 investiture
[-ti ə]noun ((a ceremony of) giving (the robes etc of) high rank or office to someone.) τελετή αναλήψης καθηκόντων
См. также в других словарях:
Τελετῇ — Τελετή rite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετῇ — τελετή rite fem dat sg (attic epic ionic) τελετής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελετή — rite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετή — rite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek
τελετή — η 1. ιεροτελεστία: Τελετή του γάμου. 2. επίσημος θρησκευτικός, πολιτικός ή στρατιωτικός εορτασμός: Η τελετή της ορκωμοσίας των υπουργών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελετῆ — τελετής masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Телета — (Τελετή) дочь наяды Никеи и Диониса. По смерти матери была воспитана Дионисом и участвовала во всех его странствованиях. Как близко посвященная в таинства Диониса, она была посредницею в очищениях, предписываемых мистериями, на что указывает… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
απόλουση — Τελετή της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, συνέχεια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο νέος χριστιανός ραίνεται από τον ιερέα με το αγιασμένο νερό και σκουπίζεται στα κυριότερα μέλη του σώματός του. Παλαιότερα, η τελετή αυτή… … Dictionary of Greek
Τελεταῖς — Τελετή rite fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)