Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τελεσφόρος

См. также в других словарях:

  • Τελεσφόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελέσφορος — bringing fulfilment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… …   Dictionary of Greek

  • τελεσφόρος — α, ο αυτός που φέρνει σε αίσιο τέλος, αποτελεσματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελεσφόροις — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat pl τελεσφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρον — τελεσφόρος masc/fem acc sg τελεσφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρου — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut gen sg τελεσφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρους — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem acc pl τελεσφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρων — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut gen pl τελεσφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρῳ — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat sg τελεσφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»