-
21 Τελεσφόρου
Τελεσφόροςmasc gen sg -
22 Τελεσφόρους
Τελεσφόροςmasc acc pl -
23 Τελεσφόρων
Τελεσφόροςmasc gen pl -
24 τελεσφόρα
τελεσφόροςneut nom /voc /acc pl -
25 τελεσφόρε
τελεσφόροςmasc /fem voc sg -
26 τελεσφόροι
τελεσφόροςmasc /fem nom /voc pl -
27 τελέσφοροι
τελέσφοροςbringing fulfilment: masc /fem nom /voc pl -
28 τελεσφόρω
-
29 τελεσφόρῳ
-
30 τελες-φόρος
τελες-φόρος, 1) zum Ziel, zum Ende bringend, endigend, vollendend; Hom. τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, Il. 19, 32 Od. 4, 86 u. sonst, wie Hes., wobei zunächst an den in der Natur sich zeigenden Kreislauf des Jahres zu denken ist, nach dessen Ablauf Alles von Neuem beginnt; Andere erklären »zu Ende gebracht«; δένδρα τελεσφόρα sind Bäume, welche ihre Früchte bis zur vollen Reise austragen, Plut. de educ. lib. 4 M.; Μοῖρα, Aesch. Prom. 509, die Entscheidung, Vollendung gebende, wie Δίκη, Soph. Ai. 1369. – Auch pass. zu Ende gebracht, vollendet, οἶκος, vollständig eingerichtet, Hesych. – 2) Ertrag bringend, einträglich, Sp. – 3) die Herrschaft führend (vgl. τέλος), ἐξελϑέτω τις δωμάτων τελεσφόρος, Aesch. Ch. 652. – 4) zutreffend, eintreffend, in Erfüllung gehend; τελεσφόρους εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, Aesch. Ch. 210; εὐχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῠτ' ἐμοὶ τελεσφόρον, 534; vgl. πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι, Spt. 637; φάσματα δὸς τελεςφόρα, Soph. El. 636, laß sie in Erfüllung gehen, wie man auch O. C. 1486 fassen kann: ἀνϑ' ὧν ἔπασχον εὖ τελεςφόρον χάριν δοῦναί σφιν, der sich bethätigende, in Erfüllung gehende Dank; χρησμός, Eur. Phoen. 644; ἀραί, 69. – S. noch Lob. Phryn. 672.
-
31 эффективный
αποτελεσματικόςδραστικόςτελεσφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эффективный
-
32 эффективный
эффекти́вн||ыйприл ἀποτελεσματικός, δραστικός, τελεσφόρος:\эффективный метод ἡ ἀποτελεσματική μέθοδος· \эффективныйые меры τά δραστικά μέτρα· \эффективныйое средство τό δραστικό φάρμακο. -
33 Τελεσφόρω
-
34 Τελεσφόρῳ
-
35 τελίσκω
V 1-0-0-0-0=1 Dt 23,18to initiate; (ὁ) τελισκόμενος sb who is initiated, an initiate, cpr. τελεσφόρος; neol.?Cf. DOGNIEZ 1992 65.262; WAANDERS 1983, 194 -
36 наименее
επίρ.λιγότερο, πιο λίγο•это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•
наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•
наименее выгодно λιγότερο επικερδής.
|| μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).
-
37 небезрезультатный
επ., βρ: -тен, -тна, -оκατά τι αποτελεσματικός, καρποφόρος, τελεσφόρος•-ые хлопоты κάπως καρποφόρες φροντίδες.
-
38 результативный
επ.αποτελεσματικός, τελεσφόρος•-ая игра αποτελεσματικό παιγνίδι•, результативный игрок αποτελεσματικός παίχτης.
-
39 эффективный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαποτελεσματικός, τελεσφόρος, δραστικός• γερός, αποδοτικός, ενεργός•эффективный способ αποτελεσματικός τρόπος•
-ая машина αποδοτική μηχανή•
быть -ым είμαι αποτελεσματικός.
-
40 οὕτως
οὕτως, and before a consonant [full] οὕτω (but sts. οὕτως before a consonant, Ar.Av.63, Pl.Grg. 522c, D.23.34, PPetr.2p.20 (iii B. C.), PTeb. 124.18 (ii B. C.), etc., and οὕτω before a vowel is found in [dialect] Ep. Poets and [dialect] Ion. Prose, v. fin.); in [dialect] Att. strengthd.A , etc.; οὑτωσίν Hdn.Gr.1.509.2; v. οὗτος Α:—Adv. of οὗτος, in this way or manner, so, thus: οὕτως is antec. to ὡς, Il.4.178, Od.4.148, etc.; in [dialect] Att. alsoοὕτως ὥσπερ S.Tr. 475
, etc.; ὥσπερ.., οὕτω καὶ .. X.Cyr.1.4.21; ὡσαύτως, ὥσπερ.., οὕτω καὶ .. Pl. Ion 534a; also οὕτως, ὅπως .. S.Tr. 330, X.Cyr.1.1.2; poet. also ὥστε.., οὕτω δὲ .. S.Tr. 116 (lyr.): οὕτως is freq. left out afterὡς, ὡς ἔδοξεν αὐτοῖς, καὶ ἐποίουν ταῦτα Th. 8.1
, cf. Theoc.7.45 sq.—In Prose, the relat. Pron. freq. follows instead of ὥστε, v. infr. III: when two modes are opposed, they are freq. expressed by οὕτω andἐκείνως, τότε μὲν ἐκείνως, νῦν δ' οὕτω Isoc. 12.172
;οὕτω ῥᾷον ἢ 'κείνως Pl.R. 370a
, etc.—Sts. οὕτω or - ως refers to what follows, thus, as follows, οὕτω χρὴ ποιεῖν: ἐὰν .. X.An.2.2.2;οὑτωσὶ δὲ λογίζεσθε D.18.244
; οὕτω πως ὑπείληφα ib.269; οὑτωσί πως folld. by a quotation, Pl.Ap. 28c; καὶ οὕτως even so, even on this supposition, Th.1.10;οὐδ' οὕτως Id.2.76
, 6.89, Lys.1.14, v.l. in X.An.4.8.3: strengthd.οὕτω δή Il.2.158
;οὕτω γὰρ δή τοι 15.201
; οὕτω δή τι, v. infr. III; also οὕτω που so I ween, 2.116, Od.9.262, etc.;οὕτω πῃ Il.24.373
; ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος so in this way is he saved, Od.19.300:—Phrases:1 οὕτω δὴ ἔσται so it shall be, ratifying what goes before, 11.348;ἔσσεται οὕτως 16.31
, etc.: in Prose οὕτως alone in answers, even so, just so, X.Oec.1.9; soἢ οὐχ οὕτως;—οὕτω μὲν οὖν Pl.R. 551b
, etc.2 emphat. with the imper., just, without more ado,ἔρρ' οὕτως Il.22.498
, cf. 21.184, Od. 6.218, 17.447; but, οὕτω νῦν ἀπόπεμπε as you say, 5.146.3 in wishes or prayers, so, i.e. if you grant my prayer,οὕτως ἔρως σοι.. τελεσφόρος γένοιτο E.Med. 714
;οὕτω τί σοι δοίησαν αἱ Μοῦσαι.. τοῦτον.. δεῖρον Herod.3.1
; also in protestations, so, i.e. only if what I say is true, οὕτως ὀναίμην τῶν τέκνων, μισῶ τὸν ἄνδρ' (as in Engl., so help me God, so mote I thrive, etc.) Ar.Th. 469, cf. Men.Epit. 530, Herod.7. 25, Aristaenet.2.13; οὕτω.. νομιζοίμην σοφός, ὡς .. Ar.Nu. 520.4 in colloquial phrase, beginning a story, οὕτω ποτ' ἦν μῦς καὶ γαλῆ there were once on a time.., Id.V. 1182;οὕτως ἦν νεανίσκος Id.Lys. 785
;ἦν οὕτω δὴ παῖς Pl.Phdr. 237b
.5 οὕτω with gen., τούτων μὲν οὕτω so much for this, A.Ag. 950; οὕτω καὶ τῶν οἰκονομικῶν (v.l. τῷ -κῷ) so also of.., Arist.Pol. 1253b27; ὥσπερ Χαλκὶς.. τῆς Εὐβοίας.. κεῖται, οὕτω Χερρονήσου.. ἡ Καρδιανῶν πόλις as Chalcis in respect of Euboea.., so Cardia in respect of the Chersonese, D.23.182; so οὕτως ἔχω τινός or περί τινος, v. ἔχω (A) B. II. 2; also forεἰς τοῦτο, οὕτω δὲ τάρβους.. ἀφικόμην E.Ph. 361
codd. (dub. l.).6 ὁ οὕτω καλούμενος, ὀνομαζόμενος, the so-called..,τῶν Ῥιπαίων οὕτω καλουμένων Ael.NA11.1
;τοῦ καὶ ὀνομασθέντος οὕτω ῥήτορος Hermog.Id.2.11
; Ποταμὸς δῆμος οὕτω καλούμενος P., a deme of that name, Str.9.1.22.7 οὕτω, or οὕτω δή, freq. introduces the apodosis after a protasis,ἐπειδὴ περιελήλυθε ὁ πόλεμος.., οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε Hdt.7.158
, cf. 150, Th.1.131, 2.12,19, etc.; esp. after parts., ἐν κλιβάνῳ πνίξαντες, οὕτω τρώγουσι, i.e. ἐπειδὰν πνίξωσιν, οὕτω .., Hdt. 2.92, cf. 100; alsoοὕτω δή Id.7.174
;τὰ ἄλλα καταστρεψάμενος, οὕτως.. στρατεῦσαι ὕστερον Th.3.96
;εἰς τὰ σκληρότατα ἀποβλέποντες, οὕτως ἂν μᾶλλον συννοήσαιμεν Pl.Phlb. 44e
, cf. Grg. 457d, 507e, Ap. 29b; soἔπειτα οὕτως X.An.7.1.4
: so also after the gen. abs.,ὡς.. τῶν ἡγεμόνων ὑμῖν μὴ μεμπτῶν γεγενημένων, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε Th.7.15
, cf. X.Cyr.1.6.11, An.1.3.6, etc.III to such an extent, so, so much, so very, so excessively,καλὸς οὕτω Il.3.169
; πρυμνόθεν οὕτως so entirely, A.Th. 1061 (anap.), cf. Th. 2.47, X.Cyr.1.3.8;οὕτως τι Ar.Av.63
: freq. folld. by ὡς or ὥστε, Hdt.1.32, X.An.7.4.3, etc.: sts. the relat. ὅς takes the place of ὥστε, κρήνη οὕτω δή τι ἐοῦσα πικρή, ἣ.. κιρνᾷ (i. e. ὥστε κιρνᾶν) Hdt.4.52; ; τίς δ' οὕτως ἄνους ὃς .. ; Ar. Ach. 736, cf. D.8.44; also δυσχείμερος αὕτη ἡ.. χώρη οὕτω δή τί ἐστι, ἔνθα (i. e. ὥστε ἐνταῦθα)τοὺς μὲν ὀκτὼ τῶν μηνῶν ἀφόρητος οἷος γίνεται κρυμός Hdt.4.28
: sts. no connecting Particle is used, αἱ [κεφαλαὶ] οὕτω δή τι ἰσχυραί, μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας so excessively hard, you could scarcely break them, Id.3.12.2 with [comp] Sup. Adj., .IV sts., like αὔτως, with a diminishing power, so, merely so, simply, in Hom. always μὰψ οὕτω, Il.2.120 (for without μάψ he always uses αὔτως), cf. Hdt.1.5;μὴ διὰ μέθης.. ἀλλ' οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν Pl.Smp. 176e
, cf. Grg. 494e, Phdr. 235c, Tht. 147c, 158b, Thphr.Od.67, etc.; , cf. 1.20; τοὺς ὀδόντας.. οὕτως ἂν τοῖς δακτύλοις αὐτοῖς.. παρατρίβειν, i.e. without a dentifrice, Diocl. Fr.141; soοὕτω γε ἀπὸ στόματος Pl.Tht. 142d
; ;οὕτω πως D.1.20
; also, off-hand, at once, Pl.Grg. 464b, etc.;ἁπλῶς οὕτως Id.Lg. 633c
; ; so, without a word more.. ?S.
Ph. 1067; ;Id.
Ant. 315, cf. E.Heracl. 374 (lyr.);ἐφεξῆς οὑτωσὶ καθεζόμενος D.21.119
; ὡς οὕτω γ' ἀκοῦσαι at first hearing, Pl.Euthphr.3b; soὥς γε οὑτωσὶ ἀκοῦσαι Id.Ly. 216a
;ἀκούειν μὲν οὕτως ἁπλῶς Id.Phlb. 12c
; οὐ.. οὕτως ἄπει, = impune, E.Alc. 680.V as Hebraism, οὕτως, = such a person (thing),οὕτως οὐδέποτε εἴδαμεν Ev.Marc.2.12
, cf. LXXGe.29.26, Ev.Matt.9.33, Ev.Luc.2.48, al.B Position of οὕτω or οὕτως, mostly before the word which it limits, but in Poets sts. after,καλὸς οὕτω Il.3.169
;οὐδέ τι λίην οὕτω νώνυμός ἐστιν Od.13.239
; ἔρημος οὕτω, ἄγαν οὕτω, S.Ph. 487, 598: rarely at the end of a clause, Od.18.255, Hdt.7.170 (dub. l.): sts. separated from the word which it limits, ;S.
Ph. 104;οὕτως ἐπὶ δεινὰς ἁρπαγάς Pl.R. 391d
, cf. Th.2.11; οὕτω δ' ἦν ὁ Φίλιππος ἐν φόβῳ.., ὥστε .. D.18.33.C Prosody. The last syll. of οὕτω is short before a vowel in Il.3.169, Od.3.315. The ι of οὑτωσί is always long, v. οὗτος init.
См. также в других словарях:
Τελεσφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέσφορος — bringing fulfilment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… … Dictionary of Greek
τελεσφόρος — α, ο αυτός που φέρνει σε αίσιο τέλος, αποτελεσματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελεσφόροις — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat pl τελεσφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρον — τελεσφόρος masc/fem acc sg τελεσφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρου — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut gen sg τελεσφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρους — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem acc pl τελεσφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρων — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut gen pl τελεσφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρῳ — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat sg τελεσφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)