-
1 τελεστής
τελεστής, ὁ, der vollendet, einweiht, Sp. – In Inscr. 11 = τὰ τέλη ἔχων.
-
2 Τελέστης
Τελέστηςmasc nom sg (doric) -
3 τελεστής
τελεστήςan official: masc nom sg -
4 τελεστής
τελεστής, ὁ, der vollendet, einweiht -
5 τελεστής
b = γόης, Cat.Cod.Astr.8(4).221.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεστής
-
6 συν-τελεστής
συν-τελεστής, ὁ, der Abgaben oder Steuern mit entrichtet, – der Vollendende, Sp.
-
7 χριστο-τελεστής
χριστο-τελεστής, ὁ, = χριστομύστης, K. S.
-
8 Ὀρφεο-τελεστής
Ὀρφεο-τελεστής, ὁ, der in die Mysterien des Orpheus Einweihende, Plut. Lac. apophth. p. 215.
-
9 ἐπι-τελεστής
ἐπι-τελεστής, ὁ, der Vollender, Schol. Lycophr. 305.
-
10 ἱερο-τελεστής
ἱερο-τελεστής, ὁ, der in den Gottesdienst, Mysterien u. dgl. Einweihende, Sp.
-
11 Τελέστην
Τελέστηςmasc acc sg (attic epic doric ionic) -
12 Τελέστου
Τελέστηςmasc gen sg (doric) -
13 τελεσταί
τελεστήςan official: masc nom /voc plτελεστόςfulfilled: fem nom /voc pl -
14 τελεστήν
τελεστήςan official: masc acc sg (attic epic ionic)τελεστόςfulfilled: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 τελεστά
τελεστά̱, τελεστήςan official: masc nom /voc /acc dualτελεστήςan official: masc voc sgτελεστήςan official: masc nom sg (epic)τελεστόςfulfilled: neut nom /voc /acc plτελεστά̱, τελεστόςfulfilled: fem nom /voc /acc dualτελεστά̱, τελεστόςfulfilled: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 Τελέστας
Τελέστᾱς, Τελέστηςmasc acc pl (doric)Τελέστᾱς, Τελέστηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
17 τελεστάς
τελεστά̱ς, τελεστήςan official: masc acc plτελεστά̱ς, τελεστήςan official: masc nom sg (epic doric aeolic)τελεστά̱ς, τελεστόςfulfilled: fem acc pl -
18 τελετής
A = τελεστής, ἱεροφάντης, Euphron.1, Demetr. ap. D.H.Pomp.2.6, Cleanth.Stoic.1.123 codd.Epiphan. (cf. τελεστής); in PLond.1821.262, τελετάς = 'all they that belong to Dionysus'.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελετής
-
19 τελέστωρ
-
20 τελέτης
См. также в других словарях:
τελεστής — an official masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέστης — masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek
γραμμικός τελεστής — Τελεστής Α που έχει την ιδιότητα της γραμμικότητας: A [f(x)+g(x)]= =Af(x)+Ag(x) και για τον οποίο ισχύει: A [cf(x)] = cΑf(x), όπου c μία εν γένει μιγαδική σταθερά. Ο γ.τ. αποτελεί γενίκευση της έννοιας του γραμμικού μετασχηματισμού για… … Dictionary of Greek
αυτοσυζυγής τελεστής — Ένας τελεστής Α λέγεται α. ή ερμιτιανός, αν για κάθε διάνυσμα Ψ το βαθμωτό γινόμενο (Ψ, ΑΨ) είναι αριθμός πραγματικός, δηλαδή αν (Ψ, ΑΨ) = (ΑΨ, Ψ) (Ι). Οι τελεστές που αντιπροσωπεύουν στην κβαντομηχανική παρατηρήσιμα μεγέθη πρέπει να είναι… … Dictionary of Greek
Телест коринфский царь — (Τελέστης) последний коринфский царь, сын Аристодема, правивший в середине VIII в. до Р. Х. и умерший насильственною смертью … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Телест поэт — (Τελέστης) уроженец Селинунта, известный дифирамбический поэт IV в. до Р. Х., современник дифирамбиков Филоксена, Тимофея и Полиида, ошибочно причисленный Свидой к комическим поэтам. Гарпал представил его дифирамбы Александру Великому, а тиран… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Телест, коринфский царь — (Τελέστης) последний коринфский царь, сын Аристодема, правивший в середине VIII в. до Р. Хр. и умерший насильственною смертью … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Телест, поэт — (Τελέστης) уроженец Селинунта, известный дифирамбический поэт IV в. до Р. Хр., современник дифирамбиков Филоксена, Тимофея и Полиида, ошибочно причисленный Свидой к комическим поэтам. Гарпал представил его дифирамбы Александру Великому, а тиран… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τελεσταῖς — τελεστής an official masc dat pl τελεστός fulfilled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσταί — τελεστής an official masc nom/voc pl τελεστός fulfilled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)