-
1 χριστο-τελεστής
χριστο-τελεστής, ὁ, = χριστομύστης, K. S.
См. также в других словарях:
ιεροτελεστής — ο (Α ἱεροτελεστής) νεοελλ. αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας αρχ. (για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τελεστής (< τελώ) … Dictionary of Greek