-
1 τελεστής
τελεστής, ὁ, der vollendet, einweiht, Sp. – In Inscr. 11 = τὰ τέλη ἔχων.
-
2 τελεστής
τελεστής, ὁ, der vollendet, einweiht -
3 συν-τελεστής
συν-τελεστής, ὁ, der Abgaben oder Steuern mit entrichtet, – der Vollendende, Sp.
-
4 χριστο-τελεστής
χριστο-τελεστής, ὁ, = χριστομύστης, K. S.
-
5 Ὀρφεο-τελεστής
Ὀρφεο-τελεστής, ὁ, der in die Mysterien des Orpheus Einweihende, Plut. Lac. apophth. p. 215.
-
6 ἐπι-τελεστής
ἐπι-τελεστής, ὁ, der Vollender, Schol. Lycophr. 305.
-
7 ἱερο-τελεστής
ἱερο-τελεστής, ὁ, der in den Gottesdienst, Mysterien u. dgl. Einweihende, Sp.
-
8 τελέστωρ
-
9 τελέτης
-
10 ἔτης
ἔτης, ὁ (nach den Alten von ἔϑος od. ἐτός, vgl. ἑταῖρος), der Angehörige, weitläuftige Verwandte, von den näheren Blutsverwandten unterschieden, Il. 6, 239 παῖδάς τε, κασιγνήτους τε ἔτας τε, wie 16, 456 κασίγνητοί τε ἔται τε; auch ἔται καὶ ἀνεψιοί stehen neben einander, 9, 464; von den ἑταῖροι unterschieden, 7, 295; Od. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται verbunden; Apoll. lex. erkl. πολῖται, ἑταῖροι, συνήϑεις, vgl. Nitzsch zu Od. 4, 3. – Bei Aesch. frg. 312 οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ ( Inscr. 11, Ggstz von τελέστης, nach Böckh homo privatus, Hesych. erkl. πολίτης) u. Suppl. 244 = Stammgenossen, Freunde; auch im spart. Vertrage bei Thuc. 5, 79; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 305 Cometas (XV, 40, 40).
-
11 ἐπιτελεστής
ἐπι-τελεστής, ὁ, der Vollender -
12 ἱεροτελεστής
ἱερο-τελεστής, ὁ, der in den Gottesdienst, Mysterien u. dgl. Einweihende -
13 Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεο-τελεστής, ὁ, der in die Mysterien des Orpheus Einweihende -
14 συντελεστής
συν-τελεστής, ὁ, der Abgaben oder Steuern mit entrichtet, der Vollendende
См. также в других словарях:
τελεστής — an official masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέστης — masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek
γραμμικός τελεστής — Τελεστής Α που έχει την ιδιότητα της γραμμικότητας: A [f(x)+g(x)]= =Af(x)+Ag(x) και για τον οποίο ισχύει: A [cf(x)] = cΑf(x), όπου c μία εν γένει μιγαδική σταθερά. Ο γ.τ. αποτελεί γενίκευση της έννοιας του γραμμικού μετασχηματισμού για… … Dictionary of Greek
αυτοσυζυγής τελεστής — Ένας τελεστής Α λέγεται α. ή ερμιτιανός, αν για κάθε διάνυσμα Ψ το βαθμωτό γινόμενο (Ψ, ΑΨ) είναι αριθμός πραγματικός, δηλαδή αν (Ψ, ΑΨ) = (ΑΨ, Ψ) (Ι). Οι τελεστές που αντιπροσωπεύουν στην κβαντομηχανική παρατηρήσιμα μεγέθη πρέπει να είναι… … Dictionary of Greek
Телест коринфский царь — (Τελέστης) последний коринфский царь, сын Аристодема, правивший в середине VIII в. до Р. Х. и умерший насильственною смертью … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Телест поэт — (Τελέστης) уроженец Селинунта, известный дифирамбический поэт IV в. до Р. Х., современник дифирамбиков Филоксена, Тимофея и Полиида, ошибочно причисленный Свидой к комическим поэтам. Гарпал представил его дифирамбы Александру Великому, а тиран… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Телест, коринфский царь — (Τελέστης) последний коринфский царь, сын Аристодема, правивший в середине VIII в. до Р. Хр. и умерший насильственною смертью … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Телест, поэт — (Τελέστης) уроженец Селинунта, известный дифирамбический поэт IV в. до Р. Хр., современник дифирамбиков Филоксена, Тимофея и Полиида, ошибочно причисленный Свидой к комическим поэтам. Гарпал представил его дифирамбы Александру Великому, а тиран… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τελεσταῖς — τελεστής an official masc dat pl τελεστός fulfilled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσταί — τελεστής an official masc nom/voc pl τελεστός fulfilled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)