-
1 χριστομύστης
χριστο-μύστης, ὁ, der in Christus Lehre Eingeweihete -
2 χριστο-τελεστής
χριστο-τελεστής, ὁ, = χριστομύστης, K. S.
См. также в других словарях:
χριστομύστης — ὁ, Α εκκλ. ο μυημένος στη διδασκαλία τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + μύστης] … Dictionary of Greek
χριστοτελεστής — ές, Μ εκκλ. χριστομύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + τελεστής «ιερέας»] … Dictionary of Greek