-
1 τελειωτικός
τελειωτικός, vollendend, beendigend, Sp.
-
2 τελειωτικός
τελειωτικόςperfective: masc nom sg -
3 τελειωτικός
τελειωτικός, vollendend, beendigend -
4 τελειωτικός
η, ό[ν]1) окончательный; 2) совершенно определённый -
5 τελειωτικός
[тэлиотикос] επ. окончательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελειωτικός
-
6 τελειωτικός
[тэлиотикос] επ окончательный. -
7 τελειωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελειωτικός
-
8 τελειωτικά
τελειωτικόςperfective: neut nom /voc /acc plτελειωτικά̱, τελειωτικόςperfective: fem nom /voc /acc dualτελειωτικά̱, τελειωτικόςperfective: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 τελειωτικόν
τελειωτικόςperfective: masc acc sgτελειωτικόςperfective: neut nom /voc /acc sg -
10 τελειωτικαί
τελειωτικόςperfective: fem nom /voc pl -
11 τελειωτικοί
τελειωτικόςperfective: masc nom /voc pl -
12 τελειωτικούς
τελειωτικόςperfective: masc acc pl -
13 τελειωτική
τελειωτικόςperfective: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 τελειωτικήν
τελειωτικόςperfective: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 окончательный
окончательный τελικός, τελειωτικός· \окончательный результат το τελικό αποτέλεσμα* * *τελικός, τελειωτικόςоконча́тельный результа́т — το τελικό αποτέλεσμα
-
16 τελειωτικών
-
17 τελειωτικῶν
-
18 τελεωτικός
-
19 неокончательный
неокончательныйприл μή ὁριστικός, μή τελειωτικός. -
20 окончательный
окончательныйприл τελικός, τελειωτικός, ὁριστικός.
См. также в других словарях:
τελειωτικός — perfective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… … Dictionary of Greek
τελειωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. τελικός, ολοκληρωτικός: Του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. 2. οριστικός, αμετάκλητος: Τελειωτική απόφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελειωτικά — τελειωτικός perfective neut nom/voc/acc pl τελειωτικά̱ , τελειωτικός perfective fem nom/voc/acc dual τελειωτικά̱ , τελειωτικός perfective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικῶν — τελειωτικός perfective fem gen pl τελειωτικός perfective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικόν — τελειωτικός perfective masc acc sg τελειωτικός perfective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικαῖς — τελειωτικός perfective fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικαί — τελειωτικός perfective fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικοῖς — τελειωτικός perfective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικοί — τελειωτικός perfective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικοῦ — τελειωτικός perfective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)