Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τελειωτικός

См. также в других словарях:

  • τελειωτικός — perfective masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… …   Dictionary of Greek

  • τελειωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. τελικός, ολοκληρωτικός: Του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. 2. οριστικός, αμετάκλητος: Τελειωτική απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελειωτικά — τελειωτικός perfective neut nom/voc/acc pl τελειωτικά̱ , τελειωτικός perfective fem nom/voc/acc dual τελειωτικά̱ , τελειωτικός perfective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικῶν — τελειωτικός perfective fem gen pl τελειωτικός perfective masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικόν — τελειωτικός perfective masc acc sg τελειωτικός perfective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικαῖς — τελειωτικός perfective fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικαί — τελειωτικός perfective fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικοῖς — τελειωτικός perfective masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικοί — τελειωτικός perfective masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελειωτικοῦ — τελειωτικός perfective masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»