-
1 τεκταινόμενα
-
2 τεκταινόμενα
τεκταίνομαιframe: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
3 τεκταινόμενα
entrikalar, dolaplar -
4 γομφόω
γομφόω, durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωϑεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνϑανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.
-
5 τεκταινομαι
1) плотничать Arph., Xen.μηδεὴς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Plat. — ни один кузнец не должен заниматься в то же время и плотничным ремеслом
2) мастерить, делать, строить(νῆας Hom.; χέλυν HH.; τὸν κόσμον Plat.)
ὅ τεκταινόμενος Plut. — мастер, творец τ. ἀπόφθεγκτόν τινα Eur. приводить кого-л. к молчанию3) устраивать, затевать(στάσιν Plut.)
μῆτιν σύν τινι τ. Hom. — устраивать с кем-л. совещание4) интриговать, строить козни(ἐπί τινι Arph.)
τὰ τεκταινόμενα Arph., Dem. — козни, интриги -
6 τεκταίνομαι
Aτεκτᾰνοῦμαι Ar.Lys. 674
: [tense] aor.ἐτεκτηνάμην E.IT 951
, etc., [dialect] Ep.τεκτήνατο Il.5.62
:—prop. of a carpenter. frame,νῆας Il.
l.c., cf. Ar.l.c.: abs., do joiners' work, as opp. to smiths' work, ἕτερος δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τ. Id.Pl.163; , cf. X.Mem.4.2.22; opp. πλάττω, Arist.GA 730b30.2 of other artificers, τ. χέλυν, h.Merc.25;τάφον Call.Jov.9
;τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Pl.Ti. 33b
; ὁ τεκταινόμενος the maker, ib. 28c.3 metaph., devise, plan, contrive, esp. by craft or cunningly (cf. συντεκταίνομαι) , λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τ. fits and frames together, S.Fr. 867; σιγῇ δ' ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ' they kept me from speech of them, E.IT 951; πᾶν ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (sc. Cleon) Ar.Ach. 660;τ. μαθήματα Pl.Sph. 224d
, cf. Ti. 91a;ἐπέων κόσμον Democr.21
, cf. Phld.Rh.2.49 S.II later, [voice] Act. [full] τεκταίνω in same senses, τ. κακά, δόλους, LXX Pr.14.22, 26.24; ἀργύριον ib.Ba.3.18: abs., ib.Ps.128(129).3; cf. A.R.2.381, 3.592, Luc.Jud.Voc.12, Hierocl. in CA 1p.421M., AP6. 80 (Agath.);ζῴδια τεκταίνοντα HeroAut.24.1
: even [dialect] Att. writers have the part. τεκταινόμενα in pass. sense,ταυτί μ' οὐκ ἐλάνθανε τ. τὰ πράγματ' Ar.Eq. 462
; τὰ ὕστερον τ. D.34.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεκταίνομαι
См. также в других словарях:
τεκταινόμενα — τεκταίνομαι frame pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek