Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τεινεσμός

См. также в других словарях:

  • τεινεσμός — a vain endeavour to evacuate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • τεινεσμοῖς — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμοί — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμοῦ — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμούς — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμῶν — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμόν — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tenesmo — (Del gr. tenesmos, sensación dolorosa en los intestinos.) ► sustantivo masculino MEDICINA Sensación dolorosa y escozor producido por la irritación de los esfínteres. SINÓNIMO pujo * * * tenesmo (del lat. «tenesmus», del gr. «teinesmós») m. Med.… …   Enciclopedia Universal

  • τεινεσμώδης — και τηνεσμώδης, ῶδες, Α [τεινεσμός] αυτός που προέρχεται από τεινεσμό (α. «προθυμίαι τεινεσμώδεις», Αρετ.). επίρρ... τεινεσμωδῶς με συμπτώματα τεινεσμού …   Dictionary of Greek

  • τηνεσμός — ὁ, Α βλ. τεινεσμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»