-
1 ταράξει
τάραξιςconfusion: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ταράξεϊ, τάραξιςconfusion: fem dat sg (epic)τάραξιςconfusion: fem dat sg (attic ionic)ταράσσωstir: aor subj act 3rd sg (epic)ταράσσωstir: fut ind mid 2nd sgταράσσωstir: fut ind act 3rd sg -
2 ἀραδήσει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραδήσει
-
3 ἄραδος
Grammatical information: m.Meaning: `disturbance, palpitation' (Hp.).Derivatives: ἀραδ\<ήσ\> ει θορυβήσει, ταράξει and ἀράδηται κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; also ἀράζουσιν ἐρεθίζουσιν H.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Cf. κέλαδος, ὅμαδος etc. (Chantr. Form. 359). Perhaps onomatopoietic, or not primarily of sound? cf. ἄραβος.Page in Frisk: 1,128Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄραδος
-
4 ταράσσω
ταράσσω impf. ἐτάρασσον; fut. 3 sg. ταράξει LXX; 1 aor. ἐτάραξα. Pass.: impf. ἐταρασσόμην; fut. 3 sg. ταραχθήσεται; 1 aor. ἐταράχθην; pf. τετάραγμαι, ptc. τεταραγμένος (Hom.+; Ath., R. 3 p. 51, 30 [-ττ]).① to cause movement by shaking or stirring, shake together, stir up of water (Hom. et al.; Aesop 155 P.=274b Halm/160 H-H; Babrius 166, 5=Fgm. 4 p. 144 L-P.; Athen. 7, 52, 298c ταραττομένου τοῦ ὕδατος; Hos 6:8; Is 24:14; Ezk 32:2, 13) J 5:3 [4] v.l.; pass. (Solon 11 Diehl3) be moved, be stirred vs 7.② to cause inward turmoil, stir up, disturb, unsettle, throw into confusion, fig. ext. of 1 (Aeschyl., Hdt. et al., pap, LXX; Just., A I, 68, 7 [Hadrian]; Ath., R. 3 p. 51–30), in our lit. of mental and spiritual agitation and confusion (Menand., Epitr. 611 Kö. [but s. 931 S. mg.]; Philo, Conf. Lingu. 69), which can manifest themselves in outward tumult τὸν ὄχλον Ac 17:8; cp. vs. 13 (Hyperid. 1, 31, 8; POxy 298, 27; PGiss 40 II, 20 ταράσσουσι τὴν πόλιν). τὴν διάνοιάν τινος ταρ. 2 Cl 20:1 (Epict., Ench. 28 τ. γνώμην σου). Of mental confusion caused by false teachings ταρ. τινά Ac 15:24 (w. λόγοις foll.); Gal 1:7; 5:10. Of Jesus in John’s Gospel ἐτάραξεν ἑαυτόν he was troubled or agitated J 11:33 (difft. NRSV ‘deeply moved’. S. Hdb. ad loc.—Menand., Sam. 672 S. [327 Kö.] σαυτὸν ταράττεις; M. Ant. 4, 26 σεαυτὸν μὴ τάρασσε).—Pass. be troubled, frightened, terrified (Ps 47:6; Is 8:12; Jos., Ant. 7, 153; 12, 164; Just., D. 38, 2) Mt 2:3 (GJs 21:2); 14:26 (cp. Phlegon: 257 Fgm. 36, II, 3 w. θαρρεῖν, at a φάσμα); Mk 6:50; Lk 1:12; 24:38; MPol 5:1; 12:1; Hm 12, 4, 2. μηδὲ ταραχθῆτε do not let yourselves be intimidated 1 Pt 3:14 (Is 8:12). ἡ ψυχή μου τετάρακται J 12:27 (cp. Diod S 17, 112, 4 Alexander ἐταράττετο τὴν ψυχήν at the prediction of his death; Dio Chrys. 23 [40], 20 ταράξαι τὴν ψυχήν; Chion, Ep. 16, 7 ταράσσειν τὴν ψυχήν; Ps 6:4; TestZeb 8:6; TestDan 4:7b); also ἡ καρδία 14:1, 27 (cp. Ps 108:22; 54:5; TestDan 4:7a). ταραχθῆναι τῷ πνεύματι be inwardly moved 13:21; cp. 11:33 v.l. (Ps.-Callisth. 2, 12, 5 ἐταράσσετο τῇ ψυχῇ).—DELG. M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
ταράξει — τάραξις confusion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ταράξεϊ , τάραξις confusion fem dat sg (epic) τάραξις confusion fem dat sg (attic ionic) ταράσσω stir aor subj act 3rd sg (epic) ταράσσω stir fut ind mid 2nd sg ταράσσω stir fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψιά — και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά) κλέψιμο κλοπή (α. «τόν έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.) νεοελλ. κρυφή απόλαυση νεοελλ. μσν. 1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος,… … Dictionary of Greek
φιλόδημος — Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων και φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής (Γάδαρα, Παλαιστίνη περ. 110 – 28 π.Χ.). Μαθητής του Ζήνωνα από τη Σιδώνα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικούρειας φιλοσοφίας και ένας από εκείνους που… … Dictionary of Greek
Μπόιλ, Ντάνι — (Danny Boyle, Μάντσεστερ 1956 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Ξεκίνησε να δουλεύει για την τηλεόραση, απ’ όπου έγινε ευρύτερα γνωστός, πριν στραφεί ολοκληρωτικά στον κινηματογράφο και ταράξει το κατεστημένο της… … Dictionary of Greek
Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… … Dictionary of Greek