-
1 путеводитель
-
2 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
3 полис
(страх.) το ασφαλιστικ/ό συμβό-λαι/οстраховой - то же что и полис таксированный - με μη καθορισμένο ποσόν αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полис
-
4 проездной
проезднойприл τοῦ ταξιδιοῦ, ταξιδιωτικός:\проездной билет τό εἰσιτήριο (τραίνου, λεωφορείου κ.λ.π.). -
5 путеводитель
путеводительм ὁ ὁδηγός ταξιδιού. -
6 επαναστρέφω
(παθ. αόρ. επανεστράφην) 1. μετ. вновь направлять, поворачивать (против кого-чего-л.);2. αμετ. 1) возвращаться; επανέστρεψεν εκ τού ταξιδιού он возвратился из поездки; 2) течь вспять (о реке);επαναστρέφομαι — вновь вернуться, вновь возвращаться;
η συμπάθεια τού λάου επανεστράφη προς τα αριστερά κόμματα народ вновь отдал предпочтение левым партиям -
7 οδηγός
ο, η1) проводни|к, -ца; провожат|ый, -ая; 2) (ο) справочник, указатель; руководство, наставление, инструкция;οδηγός ταξιδιού — путеводитель;
-'μαγειρικής руководство по кулинарии;3) предводитель, -ница, вожак, руководитель, -ница; 4) водитель; вагоновожатый; машинист;άδεια οδηγου ( — водительские) права, удостоверение водителя;
ερασιτέχνης οδηγός — автолюбитель;
5) (η) член международной организации девушек-скаутов -
8 leg
[leɡ]1) (one of the limbs by which animals and man walk: The horse injured a front leg; She stood on one leg.) πόδι2) (the part of an article of clothing that covers one of these limbs closely: He has torn the leg of his trousers.) μπατζάκι3) (a long, narrow support of a table etc: One of the legs of the chair was broken.) ποδί4) (one stage in a journey, competition etc: the last leg of the trip; the second leg of the contest.) σκέλος ταξιδιού•- - legged- pull someone's leg -
9 проездной
[πραιζνόϊ/] εκ. του ταξιδιού -
10 путеводитель
[πουτιβαντίτιλ"] ουσ. α. οδηγός ταξιδιού -
11 проездной
[πραιζνόϊ] επ του ταξιδιού -
12 путеводитель
[πουτιβαντίτιλ"] ουσ α οδηγός ταξιδιού -
13 действительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. πραγματικός, αληθινός, σωστός•-ое событие πραγματικό γεγονός.
|| ουσιαστικός•-ая мощность πραγματική (ωφέλιμη) ισχύς.
2. που έχει ισχύ, πέραση• έγκυρος•проездной билет -лен трое суток το εισιτήριο ταξιδιού ισχύει για τρία εικοσιτετράωρα.
|| παλ. δραστικός, αποτελεσματικός.εκφρ.действительный залог – (γραμμ) ενεργητική διάθεση•действительный ружейный огонь(отрат.) – δραστικό πυρ•- ая военная служба – η ενεργή στρατιωτική υπηρεσία•действительный член академии наук – ταχτικό μέλος της Ακαδημίας των επιστημών. -
14 дорожный
επ.1. οδικός•-ое строительство οδοποιία.
2. ταξιδιωτικός•-ые впечатления ταξιδιωτικές εντυπώσεις•
-ая пыль σκόνη του δρόμου•
-ые вещи ταξιδιωτικές αποσκευές•
-ые расходы έξοδα ταξιδιού.
|| οδοιπορικός•дорожный костюм οδοιπορικό κοστούμι.
3. ουσ. παλ. οδοιπόρος.εκφρ.дорожный мастер – επόπτης οδού. -
15 пожитки
-ов πλθ. τα μικροπράγματα•домашние пожитки τα σπιτικά (οικιακά) μικροπράγματα (είδη).
|| αποσκευές ταξιδιού. -
16 проездной
επ.της διαδρομής, του ταξιδιού•проездной билет εισιτήριο διαδρομής.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Κλάπερτον, Χιου — (Hugh Clapperton, 1788 – 1827). Άγγλος εξερευνητής. Αρχικά υπηρέτησε στο ναυτικό, στις Αντίλλες και στον Καναδά. Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, πήρε μέρος στην εξερευνητική αποστολή του Γουόλτερ Ούντνεϊ στη βόρεια Αφρική. Το 1822 ξεκίνησε από την… … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek
Πιγκαφέτα — (Pigafetta). Επώνυμο 2 Ιταλών εξερευνητών. 1. Αντόνιο. (Βιτσέντσα π. το 1485 – ;). Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και σε αρκετά νεαρή ηλικία αφιερώθηκε με πάθος στη ζωή της θάλασσας, ύστερα από σκληρή… … Dictionary of Greek