-
1 οδηγός
-
2 ὁδηγός
-
3 ὁδηγός
ὁδηγός, οῦ, ὁ (ὁδός, ἡγέομαι; on ὁδαγός [cod. D and ApcrEzek P2, recto 7] s. B-D-F §29, 3)① one who leads the way in reaching a desired destination, guide, leader (Polyb. 5, 5, 15; Plut., Alex. 680 [27, 3]; PCairZen 770, 14 [III B.C.]; Jos., Ant. 12, 305; 1 Macc 4:2; 2 Macc 5:15; cp. Philo, Mos. 1, 178) of Judas as guide for the men who arrested Jesus Ac 1:16.② one who assists another in following a path, guide, leader, in imagery (Wsd 7:15; 18:3; Jos., Ant. 1, 217) ὁδηγὸς τυφλῶν a guide for the blind Ro 2:19. τυφλοί εἰσιν ὁδηγοὶ τυφλῶν they are blind leaders of the blind Mt 15:14. ὁδηγοὶ τυφλοί (Paroem. Gr.: Apostol. 11, 50) 23:16, 24.—DELG s.v. ὁδός. TW. -
4 οδηγος
Iὅ проводник Polyb., Plut.II2ведущий, руководящий NT.αἱ ὁδηγοὴ (τῆς διανοίας) αἰσθήσεις Sext. — чувственные восприятия, руководящие мышлением
-
5 οδηγός
ο, η1) проводни|к, -ца; провожат|ый, -ая; 2) (ο) справочник, указатель; руководство, наставление, инструкция;οδηγός ταξιδιού — путеводитель;
-'μαγειρικής руководство по кулинарии;3) предводитель, -ница, вожак, руководитель, -ница; 4) водитель; вагоновожатый; машинист;άδεια οδηγου ( — водительские) права, удостоверение водителя;
ερασιτέχνης οδηγός — автолюбитель;
5) (η) член международной организации девушек-скаутов -
6 ὁδηγός
{сущ., 5}проводник, путеводитель, ведущий.Ссылки: Мф. 15:14; 23:16, 24; Деян. 1:16; Рим. 2:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὁδηγός
-
7 οδηγός
{сущ., 5}проводник, путеводитель, ведущий.Ссылки: Мф. 15:14; 23:16, 24; Деян. 1:16; Рим. 2:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οδηγός
-
8 ὁδηγός
проводник, путеводитель, ведущий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁδηγός
-
9 οδηγός
[одигос] οοσ. а. проводник, водитель, шофёр,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οδηγός
-
10 ὁδηγός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-0-1-4=5 Ezr 8,1; 1 Mc 4,2; 2 Mc 5,15; Wis 7,15; 18,3leader, guide Ezr 8,1; guide (metaph.) Wis 18,3 Cf. LARCHER 1984 465(Wis 7,15); →TWNT -
11 οδηγός
[одигос] ουσ а. проводник, водитель, шофёр. -
12 ὁδηγός
ὁδηγ-ός, ὁ,A guide, Plb.5.5.15, Plu.Alex.27 ; of a goddess, Paus.2.11.2 ; part of a dirigible χελώνη, Ath.Mech.34.6 ;ταῖς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῖς χρησάμενος D.H.Amm.1.12
, cf. Phld.Lib.p.20 O.: as Adj., ὁδηγὰ πλοῖα pilot-boats, Sammelb.7173.16(ii A. D.). -
13 οδηγός
возач, шоферводичГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > οδηγός
-
14 οδηγός
1) chauffeur2) conducteur3) guide -
15 οδηγός
1) kierowca (m) rzecz.2) kierownik (m) rzecz.3) poradnik (m) rzecz.4) przewodnik (m) rzecz.5) szofer (m) rzecz. -
16 οδηγός
1) průvodce2) řidič3) šofér4) vodítko5) vůdce -
17 οδηγός
1) driver2) guide3) guidebook4) guidelineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οδηγός
-
18 οδηγός της δισκέτας
уредотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > οδηγός της δισκέτας
-
19 conducteur
οδηγός -
20 driver
οδηγός
См. также в других словарях:
ὁδηγός — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek
αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] … Dictionary of Greek