-
1 ταμεία
ταμείᾱ, ταμείαfem nom /voc /acc dualταμείᾱ, ταμείαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ταμεία
-
3 ταμεῖα
-
4 ταμεία
-
5 ταμείας
ταμείᾱς, ταμείαfem acc plταμείᾱς, ταμείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ταμείαις
ταμείαfem dat pl -
7 ταμειών
-
8 ταμειῶν
-
9 ἀργυροταμεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροταμεία
-
10 ταμεῖον
ταμεῖον, ου, τό (this contracted form of the older ταμιεῖον [q.v.] is found as early as the first cent. B.C. in ins [SIG 783, 37] and pap [BGU 1115, 41], but does not become very common until the beginning of our era. Cp. Plut., Mor. 9d; Babrius, Fab. 108, 2 L-P.; LXX [Thackeray 63.—Rahlfs inserts the uncontracted form into the text every time the word is used]; En 11:1; TestSol 13:2; TestAbr; Philo, Omn. Prob. Lib. 86. S. also Lob., Phryn. 493; Mayser 92; B-D-F §31, 2; W-S. §5:23b; Mlt. 44f; Mlt-H. 89f; Nachmanson 71; PKatz-Walters, The Text of the Septuagint ’73, 94f. Rabb. loanw. טַמְיוֹן).① a place for the keeping of valuables, storeroom (the word has this sense Thu. et al.; oft. pap, LXX) w. ἀποθήκη Lk 12:24.② gener. a room in the interior of a house, inner room (so X., Hell. 5, 4, 6 v.l.; Gen 43:30; Ex 7:28; SSol 1:4, and freq. in LXX; TestAbr B 5 p. 109, 24 [Stone p. 66]) Mt 6:6 (TestJos 3:3). ἐν τοῖς ταμείοις in one of the inner rooms Mt 24:26; Lk 12:3. εἰς τὰ ταμεῖα 1 Cl 50:4 (cp. Is 26:20).—DELG s.v. ταμία. M-M.
См. также в других словарях:
ταμεία — ταμείᾱ , ταμεία fem nom/voc/acc dual ταμείᾱ , ταμεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμεία — ἡ, Α βλ. ταμιεία … Dictionary of Greek
ταμεῖα — ταμεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμείας — ταμείᾱς , ταμεία fem acc pl ταμείᾱς , ταμεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμειῶν — ταμεία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμείαις — ταμεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ΙΚΑ — (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Ενιαίος αυτοδιοικούμενος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρεται σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κάθε είδους ιδρύματα –ακόμα και δημόσια με σύμβαση… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek