Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τακτός

См. также в других словарях:

  • τακτός — ordered masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτός — ή, ό / τακτός, ή, όν, ΝΑ [τάσσω] ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.) αρχ. φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ… …   Dictionary of Greek

  • τακτός — ή, ό ταγμένος, προσδιορισμένος, προκαθορισμένος: Τακτή προθεσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τἀκτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτά — τακτός ordered neut nom/voc/acc pl τακτά̱ , τακτός ordered fem nom/voc/acc dual τακτά̱ , τακτός ordered fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτόν — τακτός ordered masc acc sg τακτός ordered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακταῖς — τακτός ordered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακταί — τακτός ordered fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτοῖς — τακτός ordered masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτοί — τακτός ordered masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτοῦ — τακτός ordered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»