-
1 ζῶσιν
живутжилиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζῶσιν
-
2 μετοικος
ὅ и ἥ1) переселенец, чужеземец(ξένος, λόγῳ μ., εἶτα δ΄ ἐγγενές φανήσεται Θηβαῖος Soph.)
πρὸς οὓς μ. ἔρχομαι перен. Soph. — (покойные родители), к которым я ухожу2) житель, жилецμ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph. — (Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых
См. также в других словарях:
ζῶσιν — ζάω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ζάω pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) ζάω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ζέω boil pres subj act 3rd pl (attic epic doric) ζῶσις girding on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύρησις — ξύρησις, ἡ (Α) [ξυρώ] 1. ξύρισμα, ξυράφισμα τής κεφαλής 2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ) … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
τεθρυμμένως — Α επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῑς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия