-
1 μετοικος
ὅ и ἥ1) переселенец, чужеземец(ξένος, λόγῳ μ., εἶτα δ΄ ἐγγενές φανήσεται Θηβαῖος Soph.)
πρὸς οὓς μ. ἔρχομαι перен. Soph. — (покойные родители), к которым я ухожу2) житель, жилецμ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph. — (Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых
См. также в других словарях:
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek
υπέροικος — ον, Α αυτός που κατοικεί πάνω ή πέρα από κάποιον ή από κάτι («τῶν ὑπεροίκων τῆς χώρης», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἶκος (πρβλ. κάτ οικος, μέτ οικος)] … Dictionary of Greek
μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… … Dictionary of Greek
μετοικέτης — μετοικέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί στο μέσον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰκέτης (< οἶκος)] … Dictionary of Greek
μονοίκια — μονοίκια, τὰ (Μ) αγροτικές παροικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οίκια, πληθ. τού οίκιον (< οἶκος), πρβλ. επ οίκιον, μετ οίκιον] … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek