-
1 μετοικος
ὅ и ἥ1) переселенец, чужеземец(ξένος, λόγῳ μ., εἶτα δ΄ ἐγγενές φανήσεται Θηβαῖος Soph.)
πρὸς οὓς μ. ἔρχομαι перен. Soph. — (покойные родители), к которым я ухожу2) житель, жилецμ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph. — (Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых
-
2 μέτοικος
ο, η1) переселенец, -ка, эмигрант, -ка; иностран|ец, -ка; 2) ист. метек -
3 metoecus
(μέτοικος) = inquilinus, колонист, поселенец (1. 4 C. 10, 1).Латинско-русский словарь к источникам римского права > metoecus
-
4 πεδοικος
-
5 μετοικεω
1) переселяться(Καδμείων ἀγυιαῖς Pind.; τὸ κατὰ γᾶς κνέφας Eur.)
2) находить убежище(οἱ μετοικοῦντες ξένοι Eur.)
3) жить на положении чужеземца , быть метэком(ἐν τῇ χώρᾳ Plat.; Ἀθήνῃσι Dem.; ἐν τῇ πόλει Lys.)
См. также в других словарях:
μέτοικος — settler from abroad masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… … Dictionary of Greek
μέτοικος — ο, η αυτός που κατοικεί σε ξένο τόπο, ο μετανάστης: Αναγκάστηκε να γίνει μέτοικος σε πόλεις της Ευρώπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
МЕТЕК — • Μέτοικος, см. Ξένος, Иностранец … Реальный словарь классических древностей
μετοίκοις — μέτοικος settler from abroad masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοίκου — μέτοικος settler from abroad masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοίκους — μέτοικος settler from abroad masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοίκων — μέτοικος settler from abroad masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοίκῳ — μέτοικος settler from abroad masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοικε — μέτοικος settler from abroad masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοικοι — μέτοικος settler from abroad masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)