-
1 τίμιος
[тимиос] εκ. честный, порядочный, почтенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τίμιος
-
2 честный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. τίμιος, χρηστός•честный человек τίμιος άνθρωπος•
честный характер τίμιος χαρακτήρας.
2. έντιμος.εκφρ.- ое слово – λόγος τιμής (λόγω τιμής)•висеть, держать(ся) на -ом слове – μόλις κρατιέμαι (κρέμομαι, κρατιέμαι από μια τρίχα), -
3 порядочный
порядочный 1) (достаточный) αρκετός 2) (честный) τίμιος, καθώς πρέπει* * *1) ( достаточный) αρκετός2) ( честный) τίμιος, καθώς πρέπει -
4 прямой
прямой 1) ίσιος, ευθύς 2) (непосредственный ) άμεσος 3) (правдивый) τίμιος, ειλικρινής* * *1) ίσιος, ευθύς2) ( непосредственный) άμεσος3) ( правдивый) τίμιος, ειλικρινής -
5 честный
-
6 порядочный
порядочн||ыйприл1. (честный) ἔντιμος, τίμιος, χρηστός:\порядочныйый человек <! ἔντιμος ἄνθρωπος, ὁ τίμιος ἄνθρωπος· 2, (довольно хороший) ἀρκετά·3. (довомнс большой) σημαντικός, ἀρκετά μεγάλος. -
7 честной
επ. παλ.1. τίμιος•честной крест τίμιος σταυρός.
|| ιερωμένος•честной отец πάτερ.
2. ιερός, θρησκευτικός• εκκλησιαστικός.3. σεβαστός, έντιμος, αξιότιμος•-ые гости αξιότιμοι φιλοξενούμενοι•
-ые господа αξιότιμοι κύριοι.
εκφρ.- ая компания – παρέα της κακής ώρας ή του διαβόλου•мать -ая! – (απλ.)• μάνα μου! (για αναφώνηση χαράς, θαυμασμού, φόβου κλπ,)• -ое слово λόγος τιμής. -
8 честный
честн||ыйприл τίμιος, Εντιμος, χρηστός· ◊ \честныйое слово ὁ λόγος τιμής· дать \честныйое слово δίνω λόγο τιμής· держаться на \честныйом слове μόλις κρατιέμαι. -
9 чистоплотный
чистоплотн||ыйприл1. ὁ φίλος τής καθαριότητας, καθαρός, παστρικός·2. перен χρηστός, τίμιος. -
10 честный
[τσιέσνυϊ] επ. τίμιος -
11 чистоплотный
[τσισταπλότνυϊ] εκ. καθαρός, παστρικός, (μεταφ.) τίμιος -
12 честный
[τσιέσνυϊ] επ τίμιος -
13 чистоплотный
[τσισταπλότνυϊ] επ καθαρός, παστρικός, (μεταφ) τίμιος -
14 неподкупный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноανεξαγόραστος, ανώτερος χρημάτων, αδέκαστος ευσυνείδητος•быть -ым δεν εξαγοράζομαι•
-характер ακέραιος χαρακτήρας•
неподкупный человек ανεξαγόραστος (τίμιος) άνθρωπος.
-
15 порядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. έντιμος, τίμιος, χρηστός αξιοπρεπής. || παλ. ευγενής, ευγενικός.2. ικανοποιητικός, αρκετά καλός.3. αρκετά μεγάλος σημαντικός•-ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία.
|| πολύ μεγάλος•порядочный бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς.
-
16 совестливый
επ., βρ: -лив, -а, -оευσυνείδητος, έντιμος, τίμιος. -
17 хоть
1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•
ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.
2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.
|| και, κι αν ακόμα•лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•
хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•
хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.
|| μόριο επιτακτικό•хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•
хоть кто οποιοσδήποτε•
хоть где, хоть куда οπουδήποτε•
хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•
хоть где-нибудь αδιάφορο που.
εκφρ.хоть бы – κ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•хоть бы и так – έστω κι έτσι. -
18 чистоплотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. φίλος της καθαριότητας (σώματος, ενδυμασίας κλπ.).καθαρός, ευειδής.2. μτφ. χρηστός, τίμιος. -
19 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.
См. также в других словарях:
τίμιος — valued masc nom sg τίμιος valued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
τίμιος — α, ο επίρρ. α 1. ο άξιος τιμής, ο τιμημένος: Τίμια δουλειά κάνει ο δάσκαλος. 2. έντιμος, ευσυνείδητος, ηθικός: Τίμιος δικαστής. 3. ιερός, άγιος: Τίμιος Σταυρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμιώτερον — τίμιος valued adverbial comp τίμιος valued masc acc comp sg τίμιος valued neut nom/voc/acc comp sg τίμιος valued masc acc comp sg τίμιος valued neut nom/voc/acc comp sg τίμιος valued adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτάτω — τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc superl dual τίμιος valued masc/neut gen superl sg (doric aeolic) τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc superl dual τίμιος valued masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτάτων — τίμιος valued fem gen superl pl τίμιος valued masc/neut gen superl pl τίμιος valued fem gen superl pl τίμιος valued masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτέραις — τίμιος valued fem dat comp pl τιμιωτέρᾱͅς , τίμιος valued fem dat comp pl (attic) τίμιος valued fem dat comp pl τιμιωτέρᾱͅς , τίμιος valued fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτέρω — τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc comp dual τίμιος valued masc/neut gen comp sg (doric aeolic) τίμιος valued masc/neut nom/voc/acc comp dual τίμιος valued masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιωτέρων — τίμιος valued fem gen comp pl τίμιος valued masc/neut gen comp pl τίμιος valued fem gen comp pl τίμιος valued masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιώτατα — τίμιος valued adverbial superl τίμιος valued neut nom/voc/acc superl pl τίμιος valued adverbial superl τίμιος valued neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιώτατον — τίμιος valued masc acc superl sg τίμιος valued neut nom/voc/acc superl sg τίμιος valued masc acc superl sg τίμιος valued neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)