-
1 τήνελλα
τήνελλα, a word formed by Archil. (Fr. 119) to imitate the twang of a guitar-string (cf. θρεττανελό): he began a triumphal hymn to Heracles with τήνελλα, ὦ καλλίνικε χαῖρε; hence the words τήνελλα καλλίνικε became a common mode of saluting conquerors in the games,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τήνελλα
См. также в других словарях:
τήνεβλα — Α βλ. τήνελλα … Dictionary of Greek
τήνελλα — και τήνεβλα Α 1. λέξη που σχηματίστηκε για μίμηση ήχου τής χορδής κιθάρας ως επευφημία προς τον Ηρακλή («τήνελλα, ὦ καλλίνικε, χαῑρε», Αρχίλ.) 2. φρ. «τήνελλα, καλλίνικε» (ως επευφημία προς τους νικητές αγώνων) εύγε, μπράβο … Dictionary of Greek