Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τέϑνηκεν+ἄν

См. также в других словарях:

  • τέθνηκεν — θνήσκω perf ind act 3rd sg θνήσκω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • хабить — I хабить I портить : похабить, похабство, похабный, укр. охабити портить , охаблений негодный, гадкий , охаба распущенная женщина , русск. цслав. хабити, хаблɪѫ портить , хабенъ, хабленъ жалкий , болг. хабя, изхабя порчу , сербохорв. ха̏бати,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • SARDANAPALUS — Assyriis Thonos Concoleros, A. M. 3215. secundum quosdam, 3158. secundum alios, ultimus Assyriorum rex, tricessmus a Nino, omni libidinis mollitieique genere effeminatissimus: adeo, ut non erubuerit inter scortorum greges nere, et muliebri habitu …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …   Dictionary of Greek

  • κέκηφε — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τέθνηκεν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κεκαφηώς] …   Dictionary of Greek

  • νεοσφαγής — νεοσφαγής, ές (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.) 2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα 3. (κατ επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῡτόν γε... φόνον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»