-
1 τρυω
(fut. τρύσω с ῡ; pf. pass. τέτρῡμαι) мучить, томить, изнурять(τινά Aesch.)
τετρυμένος ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Her. — доведенный до крайне бедственного положения;τετρυμένος ὕπνῳ Anth. — охваченный сном
См. также в других словарях:
τέτρυμαι — τέτρῡμαι , τρύω Erster Bericht perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek