Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τέθηπα

См. также в других словарях:

  • τέθηπα — to be astonished perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθηπα — Α 1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ. β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ. γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.) 2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώς έκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε… …   Dictionary of Greek

  • τεθηπότα — τέθηπα to be astonished perf part act neut nom/voc/acc pl τέθηπα to be astonished perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθήπασι — τεθήπᾱσι , τέθηπα to be astonished perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθήπασιν — τεθήπᾱσιν , τέθηπα to be astonished perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθηπε — τέθηπα to be astonished perf imperat act 2nd sg τέθηπα to be astonished perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθηπεν — τέθηπα to be astonished perf ind act 3rd sg τέθηπα to be astonished plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔταφον — τέθηπα to be astonished aor ind act 3rd pl τέθηπα to be astonished aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφεῖν — τέθηπα to be astonished aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφών — τέθηπα to be astonished aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθηπέναι — τέθηπα to be astonished perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»