Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τάχιστα

См. также в других словарях:

  • τάχιστα — τάχιστος neut nom/voc/acc pl ταχύς swift neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχίστας — ταχίστᾱς , τάχιστος fem acc pl ταχίστᾱς , τάχιστος fem gen sg (doric aeolic) ταχίστᾱς , ταχύς swift fem acc pl ταχίστᾱς , ταχύς swift fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχισθ' — τάχιστα , τάχιστος neut nom/voc/acc pl τάχιστε , τάχιστος masc voc sg τάχισται , τάχιστος fem nom/voc pl τάχιστα , ταχύς swift neut nom/voc/acc pl τάχιστε , ταχύς swift masc voc sg τάχισται , ταχύς swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάχιστ' — τάχιστα , τάχιστος neut nom/voc/acc pl τάχιστε , τάχιστος masc voc sg τάχισται , τάχιστος fem nom/voc pl τάχιστα , ταχύς swift neut nom/voc/acc pl τάχιστε , ταχύς swift masc voc sg τάχισται , ταχύς swift fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Степени сравнения — (грамм.) общее название трех форм прилагательного имени, выражающих различные степени качества, присущего предмету, имя которого определяется прилагательным. Эти степени положительная, сравнительная и превосходная (см.). По своему образованию С.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Степени сравнения — Эту страницу предлагается объединить с Положительная степень. Пояснение причин и обсуждение на странице Википедия:К объединению/2 октября 2012 …   Википедия

  • бързо — (42) нар. 1.Быстро, поспешно: ѥгда чьтеши книгы. не тъшти сѩ бързо иштисти до дроугы˫а главизны. Изб 1076, 1 об.; Зашедшю сл҃нцю не достоить мр҃твца хоронити. не рци тако борзо дѣлаѥмъ. нѣли како оуспѣѥмъ до захода. КН 1280, 525г; хожениѥ же ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Chance (philosophy) — The word chance in philosophy means a complex of causes that produces an indeterministic process with indeterministic effects, therefore not necessary, not deterministic contingency. The ancient concept of chance as not existences of causes is… …   Wikipedia

  • έξειμι — (I) ἔξειμι (AM) [είμι] φεύγω, αναχωρώ αρχ. 1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.) 2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.) 3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.) 4. βαδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»