-
1 τάφιος
II pl. τάφια, τά, burial-place, IG12(1).736 (Camirus, iii B.C.): but also τᾶν ταφιᾶν (from ταφία or ταφιά) Supp.Epigr.3.674A4, al. (Rhodes, ii B.C.).
См. также в других словарях:
ιβιοτάφος — ἰβιοτάφος, ὁ (Α) ο νεκροθάφτης τού ιερού πτηνού ίβις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + ταφος < θ. ταφ : τάφ ος, ε τάφ ην), πρβλ. ά ταφος] … Dictionary of Greek