Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τάφρων

  • 1 τάφρων

    τάφρος
    ditch: fem gen pl

    Morphologia Graeca > τάφρων

  • 2 канавокопательный

    επ.
    του εκσκαφέα τάφρων•

    -ая машина εκσκαφέας τάφρων.

    Большой русско-греческий словарь > канавокопательный

  • 3 ἄρδην

    ἄρδην, = ἀέρδην (ἀείρω), in die Höhe gehoben, ῥίπτειν Aesch. Prom. 1053; λαβεῖν Ag. 226; ἄρδην νέκυν φέρουσιν Eur. Alc. 608; πηδᾶν ἄρδην ὑπὲρ τάφρων, hoch über den Graben hinwegspringen, Soph. Ai. 1258; ἐκ χαλκέας ἄρδην πρόχου χοαῖσι τὸν νέκυν στέφει, indem sie die Kanne hoch hebt, Ant. 428; – vom Grunde aus, gänzlich, διαφϑείρειν Plat. Legg. III, 677 c; πόλιν ἀπολλύναι Rep. IV, 421 a; vgl. Dem. 27, 26; öfter Pol., auch πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα 1, 35, 5; – ἄρδην πάντες Ar. Th. 274; Xen. An. 7, 1, 12.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἄρδην

  • 4 ἄνδηρον

    ἄνδηρον, τό, nur im plur., 1) Gartenbeete, neben πρασιαί Nic. Th. 575; Strat. 39 (XII, 197); Plut. Symp. III, 2, 2 E.; οὐχ ὁμαλά u. ἀναχοῦν τὰ ἄνδ. Luc. Lexiph. 2; vgl. Mosch. 4, 101; bei Theocr. 5, 93 ῥόδων, Blumenbe etc. Nach VLL. eigtl. τὰ ἄκρα, αἱ τῶν τάφρων ἀναβολαί, u. daher – 2) τὰ χείλη τῶν ποταμῶν, Uferrand, ϑαλάσσης Opp. H. 4, 319. – 3) die Gräben selbst, Lyc. 629.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἄνδηρον

  • 5 ἐγ-χωστήριος

    ἐγ-χωστήριος, zum Ein-, Zudämmen dienlich, ὄργανα ἐγχ. τάφρων App. Civ. 5, 36.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐγ-χωστήριος

  • 6 ορυξις

         ὄρυξις
        - εως ἥ рытье, копание
        

    (τάφρων Plut.; τὸ ῥύγχος πρὸς τέν ὄρυξιν χρήσιμον Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > ορυξις

  • 7 дренаж

    1. (действие) η αποστράγγιση, η αποξήρανση 2. (система) η αποστράγγιση
    - баков (самолёта) η οπή/το δίκτυο αποστράγ-γισης/εξαερισμού
    3. мед. η δραίνωση
    η εξαγωγή του πύου ή άλλου υγρού με σωληνάκι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дренаж

  • 8 кюветоочиститель

    ο καθαριστής αποχετευτικών τάφρων (στις πλευρές του δρόμου)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кюветоочиститель

  • 9 траншеекопатель

    ο εκσκαφέας τάφρων.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траншеекопатель

  • 10 экскаватор

    1. тех. о εκσκαφέας, η φαγάνα 2. мед. (хирургический инструмент) о εκσκαφέας, το κοχλινάριο εκσκαφής
    (стоматологический инструмент) το ξύστρο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экскаватор

  • 11 канавокопатель

    α.
    εκσκαφέας τάφρων.

    Большой русско-греческий словарь > канавокопатель

  • 12 τάφρος

    A ditch, trench, freq. in Il. (once in Od., 21.120);

    τάφρον ὀρύξομεν Il.7.341

    , cf. IG12.94.21,34, Th.2.78, al.; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν drew a trench, Il.7.449, cf. Hdt.4.3, Alcid.Od.5, etc.; τάφρων ὕπερ over the trenches, S.Aj. 1279, cf. Aen.Tact.37.3, al., OGI90.24 (Rosetta, ii B.C.); irrigation-ditch, PHal.1.97, al., PSI6.597.5 (both iii B.C.): it is sts. found as masc. in codd., e.g. Ph.Bel. 99.43 (cod. V), D.S.22.10.5; but βαθύν is [dialect] Ep. for βαθεῖαν in Call.Del. 37: [dialect] Dor. [full] τράφος Tab.Heracl.1.130, 2.51.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάφρος

  • 13 τμῆσις

    τμῆσις, εως, , ([etym.] τέμνω)
    A cutting, Arist. de An. 412b28;

    τάφρων PHal. 1.107

    (iii B. C.).
    2 ( τέμνω IV. 3) ravaging,

    γῆς Ἑλληνικῆς Pl.R. 470a

    .
    3 logical division, Id.Plt. 276d.
    II = τμῆμα, section, Id.Smp. 190e.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τμῆσις

  • 14 ἄρδην

    ἄρδην, Adv. [var] contr. for ἀέρδην, ([etym.] ἀείρω)
    A lifted up on high, of a vase carried on the head, S.Ant. 430;

    φέρειν ἄ. E.Alc. 608

    ;

    πηδῶντος ἄ. Ἔκτορος τάφρων ὕπερ S.Aj. 1279

    .
    II utterly, wholly,

    εἰς Τάρταρον ἄ. ῥίψειε δέμας A.Pr. 1051

    , cf. E.Hec. 887;

    πᾶσαν ἄ. πόλιν ἀπολλύναι Pl.R. 421a

    ;

    ἄ. διαφθείρεσθαι Id.Lg. 677c

    ;

    Φωκέων ἄ. ὄλεθρος D.19.141

    ;

    πεπτωκὸς ἄ. πολίτευμα Plb.1.35.5

    ; ὄμνυμι πάντας ἄ. τοὺς θεούς all together, all at once, Ar.Th. 274, cf. X.An.7.1.12; later

    εἰς ἄ., πόλιν ἐξελεῖν Hld.9.2

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρδην

  • 15 ἔγχωσις

    A silting up of a channel, Arist.Mete. 352b34, Plb.4.39.10, etc.: pl., Str.5.3.8.
    II bank, dyke,

    αἱ ἐ. τῶν τάφρων Ph. Bel.100.24

    , cf. Ostr.Strassb. 777.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγχωσις

  • 16 ὄρυξις

    A rootling, Arist.PA 693a16 ; digging,

    τοῦ μετάλλου IG42(1).109i

    ii43 (Epid., iii B. C.);

    τάφρων Plu.Pomp.66

    (pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρυξις

  • 17 ὑπέρ

    ὑπέρ [], [dialect] Ep. also [full] ὑπείρ, used by Hom. (metri gr.) only in the phrase ὑπεὶρ ἅλα (v. ὑπείρ); Arc. [full] ὁπέρ (q. v.): in [dialect] Aeol. replaced by περί (v.
    A

    περί A.

    V): Prep. governing gen. and acc., in Arc. also dat. (Cf. Skt. upaári 'above', Goth. ufar, OE. ofer 'over':—from it are formed the [comp] Comp. and [comp] Sup. ὑπέρτερος, -τατος, also Adv. ὕπερθεν, and Nouns ὑπέρα, ὕπερος.)
    A WITH GENIT.,
    I of Place, over;
    1 in a state of rest, over, above, freq. in Hom.,

    βάλε.. στέρνον ὑ. μαζοῖο Il.4.528

    ; χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑ. γονάτων not reaching to the knees, X.An.5.4.13;

    ἕστηκε.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑ. αἴης Il.23.327

    ;

    εἴθ' ὑ. γῆς, εἴτ' ἐπὶ γῆς, εἴθ' ὑπὸ γῆς Thphr.Ign.1

    ; στῆ δ' ἄρ' ὑ. κεφαλῆς stood over his head as he lay asleep, Il.2.20, Od.4.803, al.;

    πασάων ὕ. ἥ γε κάρη ἔχει 6.107

    ;

    ὑ. πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, ἦα 16.471

    ; ὑ. κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο διεξελαύνοντι over head, i. e. over the gateway, Hdt.1.187;

    ὑ. τῆς ὀροφῆς IG12.373.246

    ; ὑ. τοῦ ἀγάλματος ib.264;

    ὄρος τὸ ὑ. Τεγέης Hdt.6.105

    ; τὰ ὑ. κεφαλῆς the higher ground, X.Ages.2.20; Ἰονίας ὑ. ἁλὸς οἰκέων on the Ionian sea, i.e. on its shores, Pi.N.7.65;

    λιμὴν καὶ πόλις ὑ. αὐτοῦ κεῖται Th.1.46

    , cf. 6.4, D.C.40.14: of relative geographical position, above, farther inland,

    οἰκέοντες ὑ. Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν Hdt.1.175

    ;

    ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑ. Αἰγύπτου Th.2.48

    ;

    τοῖς ὑ. Χερρονήσου Θρᾳξίν X.An.2.6.2

    ;

    ὑ. Μασσαλίας Plb.2.14.8

    , cf. 5.73.3, al.: in Hellenistic Gr. the acc. is commoner in this sense, v. infr. B. I.
    b of ships at sea, off a place, Th.1.112, 8.95;

    ναυμαχίην τὴν ὑ. Μιλήτου γενομένην Hdt.6.25

    ; ὑ. τούτου (sc. Φαλήρου) ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ib. 116.
    2 in a state of motion, over, across,

    κῦμα νηὸς ὑ. τοίχων καταβήσεται Il.15.382

    ;

    τὸν δ' ὑ. οὐδοῦ βάντα προσηύδα Od.17.575

    ;

    πηδῶντος.. τάφρων ὕ. S.Aj. 1279

    ;

    ὑ. θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις A.Ag. 576

    ; ἐκκυβιστᾶν ὑ. [ τῶν ξιφῶν] X.Smp.2.11.
    3 over, beyond,

    ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῦ ὑ. πόντου Od.13.257

    .
    II metaph., in defence of, on behalf of,

    τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕ. Il.7.449

    ;

    ἑκατόμβην ῥέξαι ὑ. Δαναῶν 1.444

    : generally, for the prosperity or safety of,

    τὰ ἱερὰ ὑ. τῆς Εὐβοίας θῦσαι IG12.39.65

    , cf. 45.5;

    ἱερὰ θυόμενα ὑ. τῆς πόλεως X.Mem.2.2.13

    ;

    ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ὑ. τε ὑμῶν καὶ τῶν τέκνων UPZ14.27

    (ii B.C.); in dedications (always with reference to living persons),

    Σμικύθη μ' ἀνέθηκεν.. εὐξαμένη.. ὑ. παίδων καὶ ἑαυτῆς IG12.524

    , cf. 22.4403, 42(1).569 (Epid.);

    Ἀρτέμιδι Σωτείρᾳ ὑ. βασιλέως Πτολεμαίου Ἐπικράτης Ἀθηναῖος OGI18

    (Egypt, iii B. C.), cf. 365 (Amasia, ii B. C.), al.; ὑ. τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος ib.702.3 (Egypt, ii A.D.); ὑ. τῆς τύχης.. Ἀντωνείνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς ib.703.2 (Ptolemais, ii A.D.); ὑ. σωτηρίας τοῦ κυρίου ἡμῶν.. Ἀντωνείνου ib.706 (Egypt, ii/iii A. D.);

    εὑδόντων ὕ. φρούρημα A.Eu. 705

    ; ὑ. τινὸς κινδυνεύειν, μάχεσθαι, βοηθεῖν, Th.2.20, Pl.Lg. 642c, X.An.3.5.6;

    ἧς ἔθνῃσχ' ὕ. S.Tr. 708

    ;

    ὑ. γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν Hdt.8.70

    ;

    ὑ. τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι Pl.Lg. 692d

    ; ἀμυνῶ ὑ. ἱερῶν καὶ ὁσίων Jusj. ap. Poll.8.105;

    νῦν ὑ. πάντων ἀγών A.Pers. 405

    ;

    ὑ. δόξης τελευτήσαντες D.23.210

    , cf. Isoc.6.93; πάνθ' ὑ. ὑμῶν φανήσεται πράξας Χαβρίας, καὶ τὴν τελευτὴν αὐτὴν τοῦ βίου πεποιημένος οὐχ ὑ. ἄλλου τινός in your interests, D.20.80, cf. 83;

    ὑ. τῆς Ἀσίας στρατηγήσας Isoc.4.154

    ; of things sought,

    ὑ. τοῦ νεκροῦ ὠθισμὸς ἐγένετο πολύς Hdt.7.225

    ; ἀφίκετο ὑ. γενεᾶς, ὑ. φωνᾶς, ὑ. τοῦ θησαυροῦ, IG42 (1).121.10,42, 123.11 (Epid., iv B.C.);

    γίνωσκέ με πεπορεῦσθαι εἰς Ἡρακλέους πόλιν ὑ. τῆς οἰκίας UPZ68.3

    (ii B. C.); sts. even of the thing to be averted, ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕ. about slavery, A.Th. 111 (lyr.), cf. Aeschin.3.10.
    2 for, instead of, in the name of, ὑ. ἑαυτοῦ τι προϊδεῖν on his own behalf, Th.1.141;

    ὑ. τινὸς ἀποκρίνεσθαι Pl.R. 590a

    ;

    προλέγειν X.An.7.7.3

    ;

    ἐπεὶ οὖν σὺ σιωπᾷς, ἐγὼ λέξω καὶ ὑ. σοῦ καὶ ὑ. ἡμῶν Id.Cyr.3.3.14

    , cf. S.El. 554; ὑ. Ζήνωνος πράσσων as Zeno's representative, PSI4.389.8 (iii B. C.);

    ἔγραψεν ὑ. αὐτῶν διὰ τὸ φάσκειν αὐτοὺς μὴ εἰδέναι γράμματα PGrenf.2.17.9

    (ii B. C.); θεάσασθε ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ' ἔσεσθ' ὑ. Φιλίππου as though by commission from P., D.3.6; so in other dialects c. acc., v. infr. B. v.
    3 in adjurations, with verbs of entreaty, entreat one as representative of another, τῶν ὕ. ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων, i. e. I entreat you as they would if they were here, Il.15.665, cf. 660; then more metaph., by, λίσσομ' ὑ. ψυχῆς ( as you value your life)

    καὶ γούνων σῶν τε τοκήων 22.338

    , cf. 24.466;

    λίσσομ' ὑ. θυέων καὶ δαίμονος.. σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων Od.15.261

    ;

    λίσσου' ὑ. μακάρων σέο τ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων A.R.3.701

    ; ὑ. ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός in the name of Zeus, AP7.499.2 (Theaet.); so [dialect] Aeol. περ (v.

    περί A.

    V).
    4 of the cause or motive, for, because of, by reason of,

    ἀλγέων ὕ. E.Supp. 1125

    (lyr.);

    ὑ. παθέων Id.Hipp. 159

    (lyr.);

    ἔριδος ὕ. Id.Andr. 490

    (lyr.); of punishment or reward, for, on account of,

    τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕ. S.Ant. 932

    (anap.), cf. Isoc.11.39, Lys.3.43, 4.20, 13.41,42, X.An.1.3.4; ἀτῆθθαι ὑ. τῶ πατρὸς τὰ πατρώϊα the father's property shall pay the fine for the father, Leg.Gort.11.42;

    ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑ. τοῦ δούλου PHal. 1.198

    (iii B. C.); τοῦτον (viz. a runaway slave)

    ὃς ἂν ἀναγάγῃ, λήψεται ὅσα καὶ ὑ. τοῦ προγεγραμμένου UPZ121.24

    (ii B. C.);

    τὸ κατεσκευασμένον ὑ. τῆς ἡμετέρας σωτηρίας Ἰσιδεῖον

    as a thank-offering for..,

    Sammelb.3926.12

    (i B. C.);

    ὑ. ὧν ἐτιμήσαμεν αὐτοὺς ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Isoc.9.57

    ;

    ἀποδοῦναι χάριν ὑ. ὧν.. ἅπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν Id.4.56

    ; of payment,

    ἡμιωβέλιον ὑ. ἑκάστου IG12.140.2

    ; μέτρησον Ποσειδωνίῳ ὑ. Ἡρακλείδου on account of H., i.e. debiting H.'s account, PFay.16 (i B. C.); μετρήσω ὑ. σοῦ εἰς τὸ δημόσιον for the credit of your account, PAmh.2.88.22 (ii A. D.);

    ὑ. λαογραφίας Ostr.Bodl. iii 80

    (i A. D.);

    ὑ. λόγου ἀννώνης Ostr. 1479

    (iii A. D.);

    ὑ. ὧν ἔμαθεν καταβαλεῖν μισθόν Jul.Or.3.126a

    , cf. Ael.NA3.39.
    5 ὑ. τοῦ μή c. inf., for the purpose of preventing or avoiding,

    ὑ. τοῦ μηδένα.. βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν X.Hier.4.3

    ;

    ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ προσταττόμενον Isoc.7.64

    , cf. 12.80;

    τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν.. ὑ. τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι D.18.204

    : also without μή, for the sake of, ὑ. τοῦτοῖς ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνῄσκειν to be ready to die for the sake of.., Isoc.6.94;

    μὴ τοσαύτην ποιεῖσθαι σπουδὴν ὑ. τοῦ βλάψαι τοὺς πολεμίους ἡλίκην ὑ. τοῦ μηδὲν αὐτοὺς παθεῖν δεινόν Plb.3.94.9

    , cf. 5.32.1, 5.86.8: this constr. is found also in signf. A. 111.
    III concerning,

    ὑ. σέθεν αῐσχε' ἀκούω Il.6.524

    ;

    κᾶρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑ. καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32

    ;

    Σκύθαι μὲν ὧδε ὑ. σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι Hdt.4.8

    ; τὰ λεγόμενα ὑ. ἑκάστων v.l. in Id.2.123;

    τοὺς ὑ. τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20

    ; διαλεχθῆναι, ἀγορεύειν ὑ. τινός, Pl.Ap. 39e, Lg. 776e; περὶ μὲν οὖν τούτων τοσαῦτά μοι εἰρήσθω, ὑ. ὧν δέ μοι προσήκει λέγειν .. Lys.24.4, cf. 21, 16.20;

    ὑ. οὗ.. ὁμολογῶ.. διαφέρεσθαι τούτοις D.18.31

    ; βουλευομένων ὑ. τοῦ ποίαν τινὰ [ εἰρήνην ποιητέον] Id.19.94;

    ἔγραψάς μοι ὑ. τῶν καμίνων PCair.Zen. 273.2

    (iii B. C.);

    ἐνεκάλουν ὑ. σύκων PSI6.554.24

    (iii B. C.);

    ἐπεδώκαμέν σοι ὑπόμνημα ὑ. τοῦ μὴ εἰληφέναι τὴν.. ὄλυραν UPZ46.4

    (ii B. C.);

    συλλαλήσαντες ὑ. τοῦ τὴν πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις Plb.1.43.1

    ; θροῦς ὑ. τοῦ τὸν Λυκοῦργον ἐκπέμπειν talk of sending L., Id.5.18.5, cf. 6; γνώμην ὑ. τῆς κοινῆς [ δόξης] Isoc.6.93;

    ὑ. τῶν τούτου λῃτουργιῶν.. ὡδὶ γιγνώσκω D.21.152

    ;

    ἐκ τῶν ἐμφανῶν ὑ. τῶν ἀφανῶν πιστεύειν Jul.Or. 4.138b

    ; with vbs. expressing emotion,

    ποίας.. γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ' ὕ.; S.OT 989

    ;

    εἰ τὰ παρὰ σοὶ καλῶς ἔχει, θάρρει ὑ. ἐκείνων X.Cyr.7.1.17

    ;

    οὐδεὶς ὑ. μου δαιμόνων μηνίεται κατασφαγείσης A.Eu. 101

    (approaching sense 11.1).
    I of Place in reference to motion, over, beyond, freq. in Hom., e.g.

    ὑ. ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.16

    , cf. 851;

    ἀλάλησθε.. ὑπεἰρ ἅλα Od.3.73

    , cf. 7.135, al., A.Eu. 250, S.Ant. 1145 (lyr.);

    ὑ. τὸν δρύφακτον ὑπερτιθέμενοι Plb.1.22.10

    : without such reference,

    ὑ. Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦσι Pl.Criti. 108e

    , cf. Jul.Or.1.6d;

    τὰς κεφαλὰς ὑ. τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Plb.3.84.9

    ;

    τῶν ὑ. τὸ Σαρδῷον πέλαγος τόπων Id.2.14.6

    ;

    ὑ. Μασσαλίαν Id.2.16.1

    ;

    λόφον κείμενον ὑ. τὴν ὁδόν Id.2.27.5

    , cf. 3.47.2, al.;

    τῶν συριῶν ὑ. τὴν σκηνὴν οὐσῶν PHib. 1.38.7

    (iii B. C.);

    οὐλὴ.. ὑ. ὀφρὺν δεξιάν PCair.Zen.76.13

    (iii B. C.);

    τὸ ὑ. τὸν ἔσχατον.. σπόνδυλον Sor.1.102

    ;

    ὑ. τὸν οὐρανόν Jul.Or. 4.135a

    .
    II of Measure, above, exceeding, beyond,

    ὑ. τὸν ἀλαθῆ λόγον Pi.O.1.28

    ;

    ὑ. τὸ βέλτιστον A.Ag. 378

    (lyr.);

    ὑ. ἐλπίδα S.Ant. 366

    (lyr.);

    ὑ. δύναμιν Th.6.16

    ;

    μεγέθει ὑ. τοὺς ἐν τῇ νηΐ Pl.R. 488b

    ;

    ὑ. ἄνθρωπον εἶναι Id.Lg. 839d

    , Luc.Vit.Auct.2; ὑ. ἡμᾶς beyond our powers, Pl.Prm. 128b;

    ὑ. τὴν ἀξίαν E.HF 146

    ;

    ὑ. τὴν οὐσίαν Pl. R. 372b

    ; ὑ. τὸ ὕδωρ (cf.

    ὕδωρ 1.4

    ) Luc.Pr.Im.29.
    b after [comp] Comp., than, δυνατώτεροι ὑ. .. LXX Jd.18.26: so after Posit., τοῖς ἀγαθοῖς ὑ. αὐτόν better than he, ib.3 Ki.2.32.
    2 of transgression, in violation of, ὑ. αἶσαν, opp. κατ' αἶσαν, Il.3.59, al.;

    ὑ. Διὸς αἶσαν 17.321

    ;

    ὑ. μοῖραν 20.336

    ; ὑ. μόρον (or ὑπέρμορον) ib.30;

    ὑ. θεόν 17.327

    ;

    ὑ. ὅρκια 3.299

    , al.
    III of Number, above, upwards of, τὰ ὑ. δέκα μνᾶς [ ξυμβόλαια] IG12.41.23, cf. 22.48, al.;

    ὑ. τεσσεράκοντα ἄνδρας Hdt.5.64

    ; ὑ. τετταράκοντα (sc. ἔτη) X.HG5.4.13;

    ὑ. τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι Id.Cyr.1.2.4

    ; ὑ. ἥμισυ more than half, ib.3.3.47.
    IV of Time, beyond, i.e. before, earlier than,

    ὁ ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμος Th.1.41

    ;

    ὑ. τὴν φθοράν Pl.Ti. 23c

    .
    V in some dialects, in sense A. 11.1,2, on behalf of,

    ὑ. τὰν πόλιν SIG437

    (Delph., iii B. C.), al., cf. IG42(1).109iv113 (Epid., iii B. C.), 5(2).438-40,442 (Megalop., ii B. C.), 42(1).380,665 (Epid., i A. D.), IPE4.71.10 (Cherson., ii A. D.); in sense A. 111, concerning,

    ἐπικράνθη μοι ὑ. ὑμᾶς LXX Ru.1.13

    .
    C WITH DAT., only Arc., μαχόμενοι ὑ. τᾷ τᾶς πόλιος ἐλευθερίᾳ fighting for.., IG5(2).16 (Tegea, iii B. C.).
    D POSITION: ὑπέρ may follow its Subst., but then by anastrophe becomes ὕπερ, Il.5.339, Od.19.450, al., S.OT 1444, etc.
    E AS ADV., over-much, above measure,

    ὑπὲρ μὲν ἄγαν E.Med. 627

    (lyr.); also written ὑπεράγαν, Str.3.2.9, Ael.NA3.38, etc.; cf. ὑπέρφευ: as a predicate, διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ I am more [ than they], 2 Ep.Cor.11.23.
    F IN COMPOS. ὑπέρ signifies over, above, in all relations, e. g.,
    1 of Place, over, beyond, as in ὑπεράνω, ὑπέργειος, ὑπερβαίνω, ὑπερπόντιος.
    2 of doing a thing for or in defence of, as in ὑπερμαχέω, ὑπερασπίζω, ὑπεραλγέω.
    3 above measure, as in ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρ

См. также в других словарях:

  • τάφρων — τάφρος ditch fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… …   Dictionary of Greek

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • βαθυμετρία — Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν –κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα– και τη μορφολογία των πυθμένων. Αυτός… …   Dictionary of Greek

  • εμπλήσσω — ἐμπλήσσω και αττ. τ. ἐμπλήττω (Α) 1. πέφτω επάνω («ἐκ νηῶν καὶ τάφρων ἐμπλήξωμεν ὀρυκτῇ», Ιλ.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω («οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῑσιν ἐνέπληξαν», Απολ. Ρόδ.) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐμπεπληγμένος άφωνος, άλαλος …   Dictionary of Greek

  • επίχωμα — το (AM ἐπίχωμα) [επιχώννυμι] επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση τής επιφάνειας τού εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ. νεοελλ. όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές τού πεζικού …   Dictionary of Greek

  • κευθμός — ο (Α κευθμός) [κεύθω] νεοελλ. αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων αρχ. κευθμών*, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • οχετηγός — ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀχετηγός κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»