-
1 τάρακτρον
τάρακτρον, τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.
-
2 ταρακτρον
-
3 τάρακτρον
τάρακτρονtool for stirring with: neut nom /voc /acc sg -
4 τάρακτρον
τάρακτρον, τό, Gerät zum Umrühren, Rührkelle -
5 τάρακτρον
τᾰρακ-τρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάρακτρον
-
6 ταράκτορα
τάρακτρονtool for stirring with: masc acc sgταράκτωρmasc acc sg -
7 ταρακτήριος
ταρακτήριος, = ταρακτικός, Schol. Plat. Hipp. mai. 429 in der Erkl. von τορύνη. S. τάρακτρον.
-
8 κύκηθρον
κύκηθρον, τό, die Rührkelle, übertr. nach B. A. 48 ἐπὶ τοῦ τὰ πάντα κυκῶντος καὶ ταράττοντος, wie Ar. Pax 654 den Kleon λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκ. καὶ τάρακτρον nennt. So auch Ios.
-
9 κυκηθρον
(ῠ) τό досл. лопатка для размешивания, мешалка, перен. интриган, скандалист(κ. καὴ τάρακτρον Arph.)
См. также в других словарях:
τάρακτρον — tool for stirring with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρακτρον — τὸ, Α 1. εργαλείο για ανακάτεμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ταραχοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τρον (πρβλ. πλήκ τρον)] … Dictionary of Greek
ταράκτορα — τάρακτρον tool for stirring with masc acc sg ταράκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
κύκαθρο — και κύκηθρο, το (Α κύκηθρον) 1. εργαλείο για ανακάτεμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ανακατωσούρας («καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον», Αριστοφ.) νεοελλ. είδος τσάπας με την οποία αναμιγνύεται ο ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ… … Dictionary of Greek