-
1 τάλαντο
τάλαντο τοталанда – длинное деревянное переносное било, в которое стучит монах деревянным молоточком. Используется в греческих монастырях перед началом богослужения, призывая монахов и паломников на службу в храм -
2 τάλαντο(ν)
το см. ταλέντο -
3 τάλαντο(ν)
το см. ταλέντο -
4 τάλαντο
[таландо] ουσ. о. талант, способность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τάλαντο
-
5 τάλαντο
[таландо] ουσ ο талант, способность. -
6 ταλαντο ῦχος
ταλαντο ῦχος, die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.
-
7 ταλαντο ῦχος
ταλαντο ῦχος, die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt -
8 επιγραφω
1) наносить царапину, оцарапывать(ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα Hom.)
ἐπιγράψαι τινὰ ταρσόν Hom. — царапнуть кого-л. в пятку;ἄκροις δακτύλοις ἐ. τὸ σιτίον Luc. — чуть прикасаться к еде2) делать отметку, метитьἐ. κλῆρον Hom. — помечать жребий
3) писать, надписывать, начертывать, вырезывать(γράμματα Her.; τι ἐπὴ τρίποδα Thuc. и εἰς τὸν τρίποδα Dem.; ποιήματα καὴ ἐπιδείγματα Plat.; νόμους ἐπὴ καρδίας NT.)
ἐπίγραμμά τινι ἐ. Dem. — сделать надпись на чьей-л. могиле;ἐπιγεγράφθαι τινί Plat. — быть начертанным на чьей-л. могиле;ἥ ἐπιστολέ ἥ ἐπιγεγραμμένη τινί Polyb. — адресованное кому-л. письмо4) приписывать(τὰς τιμὰς οὐ μόνον ταῖς πορφύραις, ἀλλὰ καὴ τοῖς ἐπιτηδεύμασι Plut.)
ἐ. ἑαυτόν и med. — приписывать себе, принимать на себя (προσωνυμίαν Plut.);ἐ. ἑαυτὸν ἐπί τι Aeschin. — вменять что-л. в заслугу себе;οἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι Luc. — приверженцы Платона5) юр. записывать, вписывать, вносить, регистрироватьἐπιγράψαι τινὰ ἐπίτροπον Isocr. — записать (назначить) кого-л. опекуном;
ἐπιγράψασθαι ἑαυτὸν ἐς τὰς σπονδάς Thuc. — присоединиться к (чьему-л.) договору;ἐπιγράψασθαι πολίτας τινάς Thuc. — внести кого-л. в списки своих граждан;ἐπιγράψασθαι μάρτυρας Dem. — составить (и вручить) список своих свидетелей6) юр., тж. med. назначать, определять(τὰ μέγιστα ἐπιτίμια, med. τίμημά τι Aeschin.)
τὸ ἐπιγραφὲν βλάβος Plat. — определенный (истцами) убыток;τὰ ἐπιγεγραμμένα Dem. — требуемое (истцами) возмещение;τρία τάλαντο τίμημα τῷ χλήρῳ ἐπιγράψασθαι Isae. — заявить претензию на наследство в размере трех талантов7) устанавливать в виде подати, назначать в качестве налога(μεγίστην εἰσφοράν τινι Isocr.; τοῖς πλουσιωτάτοις πλῆθός τι ἀργυρίου Arst.)
τὸ ἐπιγραφέν Arst. — установленный налог -
9 врожденный
врожденн||ыйприл ἔμφυτος, γεννημένος, ἐκ γενετής:\врожденный талант τό ἐμφυτο τάλαντο· \врожденныйое заболевание συγγενής νόσος. -
10 дар
дарм1. (подарок) τό δῶρο[ν], ἡ δωρεά·2. (способность) τό χάρισμα, τό ταλέντο, τό τάλαντο[ν], τό προσόν:природный \дар τό φυσικό χάρισμα· \дар слова τό χάρισμα τοῦ λόγου· ◊ святые \дарώ церк. τά ἄχραντα μυστήρια. -
11 дарование
дарованиес τό ταλέντο, τό τάλαντο[ν]. -
12 даровитость
дарови́т||остьж τό ταλέντο, τό τάλαντο, τό προσόν. -
13 талант
талантм τό ταλέντο, τό τάλαντο[ν]. -
14 ξύλο
ξύλο το1) дерево (материал);ΦΡ.Τίμιο Ξύλο το — Честной Животворящий Крест Господень;2) деревянное било, используемое в монастырях наряду с колоколами, см. τάλαντο ;3) длинный шест со свечкой на конце, использующийся в афонских монастырях для возжигания свеч на паникадиле и хоросе -
15 σήμαντρο
-
16 талант
-а α.1. ταλέντο. || ικανότητα.2. το τάλαντο (αρχαιοελληνικό νόμισμα).εκφρ.зарыть (закопать) талант (в землю) – θάβω (καταστρέφω το ταλέντο).
См. также в других словарях:
τάλαντο — το 1. μονάδα βάρους και νομισματική μονάδα των αρχαίων. 2. φυσικό χάρισμα, ιδιοφυΐα, ταλέντο: Έχει μουσικό τάλαντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek
ταλαντιαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.) 2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο 3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου 4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός τού… … Dictionary of Greek
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… … Dictionary of Greek
Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… … Dictionary of Greek
αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… … Dictionary of Greek
ατάλαντος — (I) ἀτάλαντος, ον (Α) 1. ίσος κατά το βάρος, ισοδύναμος 2. όμοιος 3. ισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (αθροιστικό) + τάλαντον «στάθμη, ζυγαριά»]. (II) η, ο αυτός που δεν έχει ταλέντο («ατάλαντος ποιητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τάλαντο] … Dictionary of Greek
εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
ερμηνευτικός — ή, ό (AM ἑρμηνευτικός, ή, όν) [ερμηνευτής] 1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια») 2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο τού ύφους 3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική ένας από τους κλάδους… … Dictionary of Greek