-
1 ταλέντο
το талант; одарённость;έχω ταλέντο — быть талантливым
-
2 ταλέντο
[талэндо] ουσ. о. талантΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταλέντο
-
3 ταλέντο
[талэндо] ουσ ο талант. -
4 ταλέντο
aptitude -
5 ταλέντο
1) uzdolnienie (n) rzecz.2) zdolność (f) rzecz. -
6 ταλέντο
1) nadání2) schopnost3) způsobilost -
7 ταλέντο
aptitudeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ταλέντο
-
8 талантливый
талант||ливыйприл ταλαντούχος, μέ ταλέντο:\талантливыйливый человек ἄνθρωπος προικισμένος μέ ταλέντο· \талантливыйливое произведение Εργο γραμμένο μέ ταλέντο. -
9 дар
-а, πλθ. -ы α.1. δώρο•-ы данайцев τα δώρα των Δαναών•
дар бесценный ανεκτίμητο δώρο.
2. χάρισμα, προίκισμα•природный дар το προίκισμα της φύσης (ταλέντο)•
дивный дар θαυμάσιο ταλέντο.
3. πλθ. -ы, -ов εκκλσ.: святые -ы θεία Μετάληψη.εκφρ.дар слова ή речи, – α) χάρισμα του λόγου•животное не обладает -ом речи – το ζώο στερείται, του χαρίσματος του λόγου, β) ταλέντο του λέγειν (της ευφράδειας)’ -ы фортуны εύνοια της τύχης. -
10 талантливый
επ., βρ: -лив, -а, -оμε ταλέντο, ταλαντούχος•талантливый поэт ποιητής με ταλέντο•
талантливый певец τραγουδιστής με ταλέντο.
-
11 бездарный
-
12 дарование
-
13 одарённый
одарённый προικισμένος ( με ταλέντο)· ταλαντούχος (талантливый)* * *προικισμένος (με ταλέντο); ταλαντούχος ( талантливый) -
14 прирождённый
прирождённый έμφυτος* \прирождённый талант το έμφυτο ταλέντο* * *прирождённый тала́нт — το έμφυτο ταλέντο
-
15 талант
-
16 талантливый
-
17 талантливость
талант||ливостьж τό ταλέντο:книга поражает своей \талантливостьливостью καταπλήσσει τό ταλέντο μέ τό ὁποίο εἶναι γραμμένο τό βιβλίο. -
18 бездарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;ο χωρίς ταλέντο•бездарный поэт ποιητής χωρίς ταλέντο•
-ые стихи άτεχνοι στίχοι.
-
19 дарование
-я ουδ. παλ.1. χάρισμα•дарование победы χάρισμα της νίκης.
2. προίκισμα της φύσης, ταλέντο•музыкальное дарование μουσικό ταλέντο.
-
20 талант
-а α.1. ταλέντο. || ικανότητα.2. το τάλαντο (αρχαιοελληνικό νόμισμα).εκφρ.зарыть (закопать) талант (в землю) – θάβω (καταστρέφω το ταλέντο).
См. также в других словарях:
ταλέντο — Η συγκέντρωση σε ένα άτομο εξαιρετικών ικανοτήτων που του δίνει τη δυνατότητα ιδιαίτερης επιτυχίας σε κάποια επιδίωξη. Το τ. πρέπει να διακριθεί σε γενικό και ειδικό. Για παράδειγμα μια γενική διανοητική ικανότητα εξασφαλίζει την επιτυχία σε όλα… … Dictionary of Greek
ταλέντο — το (λ. ιταλ.), φυσικό χάρισμα, τάλαντο: Ο ζωγράφος αυτός έχει ταλέντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Got Talent — Location of different franchises of Got Talent Own version … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek